ASTRAL WEEKS,16 Ιουλίου 2005
Ο Van Morrison εισέδυσε ‘στο μυστήριο’ (“into the mystic”) με το άλμπουμ ‘Astral Weeks’, αν και χρησιμοποίησε αυτή τη φράση ως τίτλο τραγουδιού μόλις έναν χρόνο αργότερα. Το πρώτο πλήρες σόλο άλμπουμ του Morrison είχε εντελώς διαφορετικό ήχο από καθετί άλλο στον κόσμο της ποπ μουσικής του 1968: απαλό, στοχαστικό, «υπνωτικό», στοιχειωμένο από τις μορφές (τα φαντάσματα) των παλιών τραγουδιστών μπλουζ και των αρχαίων Κελτών, το άλμπουμ αυτό, που το παρουσίασε ένα group εξαιρετικών μουσικών jazz, ακούγεται ως η δουλειά ενός τραγουδιστή και στιχουργού που, όπως ο ίδιος ο Morrison τραγουδάει στο ομώνυμο τραγούδι, «δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας ξένος στον κόσμο.»
Επίσης, είναι η δουλειά ενός γκρουπ μουσικών που έχουν συντονιστεί άρτια μεταξύ τους μέσα από χρόνια συνεργασίας – αλλά, στην πραγματικότητα, ο Morrison είχε κάνει το όνομά του με ροκ τραγούδια όπως τα “Gloria” και “Here Comes the Night” και τραγούδησε το “Astral Weeks” καθισμένος απομονωμένος μέσα σε ένα γυάλινο θάλαμο, σχεδόν χωρίς να έχει επαφή με τους μουσικούς της ηχογράφησης, οι οποίοι μάλλον δεν ήξεραν ποιος ήταν.
«Μερικοί άνθρωποι πραγματικά απογοητεύονται όταν τους λέω πώς έκανα αυτόν τον δίσκο», λέει ο Richard Davis, ο οποίος προσέφερε ίσως τις πιο επαινεμένες γραμμές μπάσου που κόσμησαν ποτέ έναν ποπ δίσκο. «Μου λένε : ‘Θα σου μίλησε για το δίσκο και θα δημιούργησε αυτή τη μαγική αίσθηση που έπρεπε να υπάρχει …’. Για να πω την αλήθεια, δεν θυμάμαι καμία συζήτηση μαζί του. Ήταν περισσότερο απομονωμένος στον εαυτό του. Δεν έκανε προτάσεις σχετικά με το τι θα παίζαμε, πώς θα το παίζαμε και πώς θα σχεδιάζαμε ό,τι κάναμε.»
«Τον ρώτησα τι ήθελε να παίξω και μου είπε να παίξω ό,τι είχα όρεξη.», προσθέτει ο Connie Kay, ντράμερ του Modern Jazz Quartet, που συμμετείχε επίσης στο γκρουπ που είχε συγκεντρωθεί για την ηχογράφηση. « Λίγο πολύ καθόμασταν και τζαμάραμε, αυτό ήταν όλο».
Ο Κay προσλήφθηκε γιατί τον είχε προτείνει ο Davis. Ο Davis εγκρίθηκε γιατί είχε δουλέψει συχνά με τον Lewis Merenstein, που ήταν ο παραγωγός του δίσκου και συγκέντρωσε τους μουσικούς. Άλλοι μουσικοί στο άλμπουμ ήταν ο κιθαρίστας Jay Berliner, ο Warren Smith στα κρουστά και ο John Payne στα κρουστά – όλοι τους μουσικοί τζαζ της Νέας Υόρκης που δεν ήξεραν τίποτα για τον Van Morrison και που σπάνια εμφανίζονταν σε δίσκους ποπ.
Εκείνη την περίοδο η σόλο καριέρα του Van Morrison έπαιρνε το δρόμο της. Νωρίτερα είχε αφήσει την καθαρά ροκ και R&B μπάντα του, τους Them. Μέχρι που υπέγραψε στη Warner Bros., ο ‘ζωηρός’ Ιρλανδός δεν είχε συμβόλαιο με μεγάλη αμερικάνικη εταιρεία, αν και είχε κάνει μερικές σόλο ηχογραφήσεις, ανάμεσα στις οποίες και τη χαρούμενη ποπ επιτυχία “Brown Eyed Girl” αλλά και το τρομαχτικό”T.B. Sheets”, ένα δεκάλεπτο θρήνο για το θάνατο ενός φίλου από φυματίωση.
Τα τραγούδια που έφερε στα New York’s Century Sound Studios ήταν μια μακρινή κραυγή που προέρχονταν από εκείνες τις πρωιμότερες μελωδίες. Ήταν μεγάλα σε έκταση και εξελίσσονταν σαν μαίανδροι, πλημμυρισμένα από τον πόνο των μπλουζ και από τον ρυθμό των παραδοσιακών Ιρλανδικών μελωδιών. Ο Morrison απεικόνισε τους δρόμους του Μπέλφαστ κάτω από ένα θαμπό, γεμάτο παραισθήσεις φως, με χαρακτήρες που χόρευαν σαν νέοι εραστές και στριφογύριζαν σαν μπαλαρίνες, αλλά που κυρίως πάσχιζαν να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο και να βρουν τη γαλήνη και τη σιωπή που είχαν χάσει. Το αποκορύφωμα είναι το “Madame George”, μια αινιγματική μελέτη χαρακτήρα που μπορεί να αφορά ή και να μην αφορά σε έναν τραβεστί που γερνάει, αλλά που είναι σίγουρα μια ονειροπόληση τόσο σπαραχτική που δύσκολα θα βρει κανείς άλλη παρόμοια στην ποπ μουσική.
Μια καθαρά rock & roll πιθανόν να μην ήξερε τι να κάνει με αυτά τα τραγούδια, αλλά οι μουσικοί που συγκέντρωσε ο Merenstein κινήθηκαν με την ευελιξία και την ελευθερία που απαιτούσαν τα τραγούδια. Και οι ενορχηστρώσεις, που επινοήθηκαν επιτόπου από τους μουσικούς, ήταν τόσο ξεχωριστές όσο και ο κόσμος που ήθελαν να εκφράσουν: κατευναστική ακουστική κιθάρα, απαλά αγγίγματα στα ντραμς, το θερμό σαν χάδι μπάσο του Davis.
Αυτό βέβαια δε σήμαινε πως οι μουσικοί προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν τους στίχους του Morrison. « Πραγματικά δε θυμάμαι να έδωσα ποτέ προσοχή στα λόγια », λέει ο Davis. « Τον ακούγαμε γιατί πρέπει να παίζεις παράλληλα με τη φωνή του τραγουδιστή, αλλά περισσότερο παίζαμε μεταξύ μας. Εμείς ήμαστε απορροφημένοι σε αυτό που κάναμε, εκείνος σε αυτό που έκανε, και απλά ‘έδεσε’.»
Δούλευαν από τις επτά μέχρι τις δέκα το βράδυ, ασχολούμενοι με τραγούδια που δεν είχαν ξανακούσει πριν. Και ο Davis και ο Kay θυμούνται πως τα βασικά κομμάτια είχαν τελειώσει σε μία και μοναδική τρίωρη ηχογράφηση ( το σημείωμα στο cd αναφέρει ότι ολοκληρώθηκαν σε «λιγότερο από δύο μέρες»). Μέχρι τις επτά κάποιοι από τους μουσικούς είχαν ήδη παίξει σε δύο ηχογραφήσεις άλλων δίσκων νωρίτερα και ο Davis τουλάχιστον αποδίδει τον ήχο του”Astral Weeks” στο προχωρημένο της ώρας. « Ξέρεις πώς είναι το σούρουπο, όταν η μέρα έχει τελειώσει αλλά και δεν έχει τελειώσει ακόμα ; Υπάρχει κάποια ιδιαίτερη αίσθηση στην ηχογράφηση επτά – δέκα. Έχεις μόλις επιστρέψει από διάλειμμα για δείπνο, κάποια παιδιά έχουν πιει ένα-δυο ποτά, έχει σουρουπώσει και όλοι έχουν χαλαρώσει. Μερικές φορές, αυτό μπορεί να είναι πρόβλημα, αλλά σ’ αυτόν το δίσκο θυμάμαι πως η αίσθηση εκείνης της ώρας περνούσε σε ό,τι παίζαμε.»
Το άλμπουμ δεν ήταν επιτυχία με τον τρόπο που θα ήταν το “Moondance” το 1970, αλλά αμέσως αναγνωρίστηκε ως ένα από τα σπάνια άλμπουμ για τα οποία η λέξη ‘διαχρονικό’ ήταν όχι μόνο κατάλληλη αλλά και αναπόφευκτη. Και τραγούδια από το LP συνεχίζουν να παρουσιάζονται από τότε στα ζωντανά show του Morrison. Το “Cyprus Avenue” συνήθως έκλεινε το πρόγραμμά του και μόλις πέρυσι παρουσίασε μία σύνθεση των “Ballerina/Madame George”.
Όσο για τους μουσικούς του “Astral Weeks”, δεν ξέρουν για τον Morrison περισσότερα από όσα ήξεραν το 1968. « Δεν φαινόταν να ήταν από τους τύπους που έκαναν παρέα με τους μουσικούς, έτσι ποτέ δε μπόρεσα να τον γνωρίσω καλά », λέει ο Davis, που τώρα διδάσκει μουσική στο Wisconsin, εκτός από το να παίζει σε ηχογραφήσεις και σε ζωντανές συναντήσεις…
Avalon Music, April 3, 1999
Ύστερα από σχεδόν τρεις δεκαετίες, το Astral Weeks παραμένει ο πιο μυστηριώδης, μυστηριακός και απόλυτα όμορφος δίσκος που έγινε ποτέ. Οκτώ τραγούδια που ρέουν χωρίς προσπάθεια σαν ένας μακρόσυρτος ύμνος, δημιουργώντας μία διάθεση και ατμόσφαιρα που είναι τόσο αισθησιακή όσο και διαχρονική. Ο Van Morrison επισκέπτεται και ξαναεπισκέπτεται μέρη των αναμνήσεών του, σαν παλιούς χαμένους φίλους, μεταφέροντάς μας μία πανοραμική απόδοση σκέψεων και ονείρων νοτισμένων από την ομίχλη της ασυμβίβαστης μουσικής. Ο εσωτερικός μονόλογος που υποβόσκει σε ολόκληρο το δίσκο σχεδόν μάς θυμίζει το αριστούργημα ενός άλλου Ιρλανδού, το ‘Οδυσσέας’ του James Joyce. Και τα δύο αυτά έργα μάς φέρνουν στο νου γνώριμα μέρη στην Ιρλανδία, και επίσης μοιάζουν κάποιες φορές σχεδόν αθώα και παιδικά. Αυτό που έχει καταφέρει να κάνει ο Van Morrison είναι να πάρει αυτό το σύνολο τυχαίων σκέψεων και να το αποδώσει με μουσική που είναι κατευθείαν γεμάτη πάθος και ένταση. Η μουσική του άλμπουμ είναι του είδους που είναι σχεδόν αδύνατον να βάλει κανείς σε μία κατηγορία. Είναι folk; Έτσι ακούγεται. Αλλά ακούστε προσεκτικά και θα ανακαλύψετε το μεγαλοπρεπές παίξιμο του μπάσου από τον Richard Davis, που είναι jazz κατεύθυνσης. Η συνοδεία του ντράμερ Connie Kay είναι κάθε άλλο παρά κλασικό rock&roll. Μετά είναι τα κλασικά έγχορδα και τα ‘στροβιλιζόμενα’ πνευστά που υπογραμμίζουν τα τραγούδια στο άλμπουμ που ξεπερνά όλα όσα οι Beatles επιχείρησαν ποτέ να κάνουν στους δικούς τους δίσκους. Όσο για τη φωνή του Van, ας πούμε μόνο πως είναι blues στην πιο ‘πυρετώδη’ και έξοχη έκφραση της. Προκαλεί το ίδιο ρίγος που νιώθει κανείς όταν ακούει για πρώτη φορά τον Robert Johnson να τραγουδάει το “A Kindhearted Woman’s Blues”. Τα πρώτα γρατσουνίσματα της κιθάρας στην έναρξη του ομώνυμου τραγουδιού είναι τόσο απατηλά απλά και ανεπιτήδευτα, που δεν προετοιμάζουν τον για πρώτη φορά ακροατή για το τι πρόκειται να ακολουθήσει. Και αυτό που ακολουθεί είναι απλά συναρπαστικό. Στην πραγματικότητα, είναι τόσο πυκνό και περίπλοκο, ώστε στην πρώτη ακρόαση είναι σχεδόν απρόσιτο. Ναι, είναι αυτή η απροσιτότητα που οδηγεί την περιέργειά μας κατά την μύησή μας σ’ αυτό το ηχητικό ταξίδι. Η μυστικιστική ποίηση φθάνει σε ένα στάδιο σουρρεαλισμού, αναμεμειγμένου με αναφορές σε πρόσωπα και μέρη της αληθινής ζωής. Το “Astral Weeks” μιλάει για το να αναγεννιέται κανείς, με το πρωτο τραγούδι να είναι σαν μόνο ένα ξεκίνημα. Αλλά ξεκίνημα για τι, κανείς δεν ξέρει στ΄ αλήθεια. Ούτε ο ίδιος ο Van the Man. Αλλά οι έξοχες λέξεις και φράσεις είναι γοητευτικές, σχεδόν μεταδοτικές. Ο στίχος “If I travel in the slipstream, between the viaducts of your dreams…”(Αν ταξιδεύω στον αέρα που φεύγει ανάμεσα στις γέφυρες των ονείρων σου…), είναι σχεδόν εξίσου συγκινητικός με τα πρώτα λόγια του”Like A Rolling Stone” του Dylan. Ολόκληρο το τραγούδι μοιάζει να κινείται ατέλειωτα σαν ποτάμι που σε παίρνει μαζί του, αλλά δε σ’ αφήνει ποτέ να μαθεις που κατευθυνεσαι τελικα. Ειναι η τελεια αρχη για ένα τέλειο άλμπουμ. Ακούστε τα τραγούδια ξανά και μπορεί τελικά να αναρωτηθείτε αν κάποια από τα τραγούδια είναι μόνο τραγούδια. Το “Beside You” μοιάζει να μην έχει την παραδοσιακή δομή με στίχους και μουσικές γέφυρες. Στην πραγματικότητα, μοιάζει ο Morrison να αυτοσχεδιάζει διαρκώς. Και ο τρόπος που η φωνή του σε όλο το τραγούδι από ψιθύρισμα φθάνει να εξυψώνεται σε κραυγή, μάς δείχνει πως είναι ικανός για κάθε τρικ με τις φωνητικές του χορδές που αναφέρεται σε σχετικά εγχειρίδια. ‘Εισπνοή, εκπνοή, εισπνοή, εκπνοή…’, επαναλαμβάνει και μας παίρνει την αναπνοή. Το “Sweet Thing” μάλλον δεν είναι τόσο ‘γλυκό’. Τα έγχορδα έρχονται και πέφτουν σαν βροχή στη μέση του τραγουδιού τόσο ‘άγρια’ όσο και τα έγχορδα που χρησιμοποιούνται στο “How Do You Sleep?” του Lennon. Εκεί, η επίθεση του Lennon στον πρώην συνεργάτη του ήταν μοχθηρή και ευθεία και η ενορχήστρωση του Phil Spector απλά έδωσε ακόμα μεγαλύτερη ένταση στα αισθήματα πικρίας. Εδώ, στο ‘Sweet Thing’, η ενορχήστρωση με έγχορδα υπηρετεί την ειρωνεία για το θερμό πόθο που ο τραγουδιστής προσπαθεί απεγνωσμένα να μεταδώσει στην αγαπημένη του. Είναι σαν να λέει πως τίποτα δε μπορεί να είναι τόσο θαυμάσιο χωρίς μια γεύση πικρίας. Κι όμως, παρ’ όλα αυτά, είναι όμορφο. Ειδικά όταν προτείνει να κάνουν μια βόλτα «στους κήπους μούσκεμα από τη βροχή». Ο τρόπος με τον οποίο το “Cyprus Avenue” αρχίζει και σταματά, μοιάζει να ταιριάζει τέλεια με τον εσωτερικό μονόλογο του Van. Ανακαλώντας στο νου του τις αναμνήσεις του από την παιδική του ηλικία, ο Van ‘φτύνει’ τους στίχους στο κρεβάτι ενός μουσικού τοπίου ονείρων. Ένα κράμα Κέλτικου μυστικισμού και παθιασμένης ροκ, που παραδόξως, αλλά απόλυτα, μοιάζουν φυσικοί σύντροφοι. Το χτίσιμο του τραγουδιού, από μια ακουστική απαλότητα σε μια κλιμακούμενη έκρηξη τελικά, είναι τόσο κατατετμημένο όσο και ενιαίο. Στις συναυλίες, συχνά ο Morrison τέλειωνε αυτό το τραγούδι με την ατάκα από ένα επόμενο τραγούδι, “It’s too late to stop now…”. Με τόσο δυνατή και γεμάτη πάθος εκτέλεση, εύχεσαι να μη σταματήσει ποτέ. Η κατάληξη του “Cyprus Avenue” δίνει τέλος στο αισιόδοξο πρώτο μισό του ταξιδιού μέσα σε νεφελώδη αβεβαιότητα. Όπως ακριβώς το δημιουργικό Pet Sounds των Beach Boys, έτσι και το Astral Weeks βαδίζει πάνω σε μια συναισθηματική πορεία από την αρχή ως το τέλος. Αυτό που μοιάζει με το πρώτο άνθισμα του έρωτα ή ίσως με τον ενθουσιασμό μιας νέας και λαμπρής σχέσης, σε αυτό το σημείο μοιάζει να μετατρέπεται σε αμφιβολία και ανασφάλεια. Στον υπόλοιπο δίσκο θα καταγραφεί η σταδιακή παρακμή αυτής της διφορούμενης σχέσης. Με τι έχει να κάνει αυτή η σχέση τελικά δεν έχει μεγάλη σημασία. Ίσως πρόκειται για έρωτα , ίσως για κάποιον συγγενή ή ίσως για ένα φίλο. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι ο Van τραγουδάει προς μια ‘οντότητα’ προς την οποία δείχνει την αγάπη του στην αρχή του δίσκου. Με το “The Way That Young Lovers Do” ρωτά την ‘οντότητα’ αυτή για τα οφέλη της σχέσης τους. Αν όχι με τους στίχους, τουλάχιστον το κάνει μουσικά. Τα πνευστά ‘ ανθίζουν μέσα σε ένα περιβάλλον μεγάλης μπάντας jazz, βασανιστικά αλλά και βιαστικά. Η αμφιβολία τώρα εξελίσσεται αργά σε ενόχληση. Το “Madame George” είναι απλά η πιο λαμπρή στιγμή του άλμπουμ. Πολύς λόγος έχει γίνει για το φύλο του χαρακτήρα του τίτλου και είναι μάλλον ανούσιο να ασχοληθούμε με το ζήτημα. Κατά πόσον το “Madame George” είναι βασισμένο σε ένα πραγματικό πρόσωπο ή όχι, μάλλον δε θα το μάθουμε ποτέ. Και ο Van δε νοιάζεται γι΄ αυτό. Πάντως, ακούγεται σαν ένας χαρακτήρας που από το Βικτωριανό Λονδίνο βρέθηκε στην Ιρλανδία του τέλους του ’60. Ο Van ξαναεπισκέπτεται τη Cyprus Avenue καθώς απαγγέλλει ένα ‘παιδικό όραμα’ που κρύβεται μέσα του καθώς και μέσα σε όλους μας. Κατά αρκετά παράδοξο τρόπο, όταν λέει το τραγούδι η Marianne Faithfull, μοιάζει σχεδόν αυτοβιογραφικό. Όμως στην αφήγηση του Van Morrison σε τρίτο πρόσωπο, μοιάζει με μια επική ιστορία που θυμάται στην ομίχλη και στον καπνό της ψυχεδέλειας που ορίζει τη λογική και την πραγματικότητα. Η “Madame George” είναι αλήθεια ένας τραβεστί; O Van πιθανόν δεν το σκεφτόταν όταν έγραφε το τραγούδι και για κάποιο λόγο το τραγουδούσε “Madame Joy”. Είναι ακριβώς η εμπειρία αυτής της κατάστασης του υποσυνειδήτου που καλούμαστε να δοκιμάσουμε, όχι πραγματικές λεπτομέρειες ή τη λογική. Το προτελευταίο τραγούδι του άλμπουμ, “Ballerina”, είναι ακόμα μία άσκηση φωνητικής δυναμικής και μουσικής φινέτσας. Καθώς το ξυλόφωνο εισέρχεται κρυφά στο τραγούδι, η φωνή του Van ανεβαίνει και κατεβαίνει ορμητικά σαν ένα γεράκι που κυνηγά και περιμένει να κατασπαράξει τον πρωταγωνιστή του τραγουδιού. Περισσότερο προσπαθούμε να απολαύσουμε παρά να κατανοήσουμε τους στίχους και τη μουσική. Και πρόκειται για μια πραγματικά γεμάτη παλμό και επιθετικότητα φωνητική επίδειξη, συνεχώς ενδιαφέρουσα και ζωηρή και στα επτά λεπτά της παθιασμένης λύτρωσης. Το “Slim Slow Slider” αρχικά φαίνεται ακατάλληλο να κλείσει αυτό το αριστούργημα. Σε στυλ μπλουζ και αρκετά απλοϊκό, το μπάσο του Davis μοιάζει απλά να αιωρείται στον αέρα, έπειτα να αναπηδά με μια κάπως απόκοσμη μελωδία. Το τραγούδι είναι σκοτεινό και δυσοίωνο καθώς ο Van φέρνει στο νου του ακόμα ένα μέρος από τις αναμνήσεις του, αυτή τη φορά το Ladbroke Grove. Αξίζει κανείς να πληρώσει το εισιτήριο σχεδόν μόνο για να ακούσει τοVan να τραγουδά αυτές τις δυο λέξεις. Το γεμάτο αγωνία πάθος στη φωνή του είναι σχεδόν απόκοσμο. Προς το τέλος του τραγουδιού και του δίσκου, τα ντραμς ξαφνικά ξεσπούν σαν έξαλλος τρελός. Η σχέση που είχε υποσχεθεί στο εναρκτήριο τραγούδι και επιβεβαιώσει στο “Beside You”, τώρα πια μοιάζει να μη μπορεί να διορθωθεί. Απόλυτος παραλογισμός τον έχει καταλάβει πια και έχει χάσει κάθε αίσθηση αυτοελέγχου και χρόνου. Είναι σαν αυτό το απότομο τελείωμα του δίσκου να αρχίζει μια νέα περιπέτεια κάπου αλλού. Πρέπει εμείς οι ίδιοι να αποφασίσουμε το πεπρωμένο του Astral Weeks, αφού ο Van μάς πήρε μαζί του σ’ αυτό το μουσικό ταξίδι; Ίσως η απάντηση δεν είναι τόσο σημαντική. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ότι η μουσική, οι στίχοι και η φωνή του Astral Weeks έχουν χαραχθεί στο μυαλό και στην ψυχή μας. Τουλάχιστον, σε όσους από εμάς έχουν φροντίσει να το αποκτήσουν. Δεν είναι ένας δίσκος που μπορεί κάποιος να τον ακούσει εύκολα, καθώς δεν είναι αυτός ο σκοπός του. Αλλά μέσα σ’ αυτό το παράξενο υπνωτικό άλμπουμ βρίσκουμε μια αίσθηση του χρόνου και του τόπου που εκτείνεται πέρα από τα κανονικά μας όρια. Το Astral Weeks μπορεί να μην ηχεί σαν ροκ μουσική, αλλά τη θέση του στη ροκ ιστορία δε μπορεί κανείς να την αγνοήσει ή να την αρνηθεί. Όπως είπε ο Van, ανήκει ‘σε έναν άλλο χρόνο, σε έναν άλλο τόπο ’. Και βεβαίως, σε έναν τόπο καλύτερο από αυτόν στον οποίο όλοι μας ζούμε τώρα. Έναν τόπο που είναι μυθικός καθώς και αιώνιος. Ο Van Morrison πιθανόν να αποκαλούσε αυτό το μέρος Avalon. Κλείστε τα μάτια σας τώρα και ακούστε προσεκτικά. Αφουγκρασθείτε αυτή τη Μουσική του Avalon.
Βιογραφικό τουLouisiana Red
Iverson Minter, 23 Μαρτίου 1936, Vicksburg, Mississippi, USA.
Αν και ξεκίνησε ως ένας ειλικρινής μιμητής των διαφορών ηρώων του, ανάμεσα στους οποίους ο Muddy Waters, ο Lightnin’ Hopkins και ο John Lee Hooker, ο Louisiana Red έχει κερδίσει τη δική του θέση ως ένας τραγουδιστής και κιθαρίστας των μπλουζ με ένστικτο και δημιουργικότητα.
Ο Red πέρασε τα πρώτα του χρόνια σε διάφορα ορφανοτροφεία, καθώς η μητέρα του είχε πεθάνει μια βδομάδα μετά τη γέννησή του και ο αποξενωμένος πατέρας του είχε πέσει θύμα της βίας της Ku Klux Klan. Μεγαλωμένος στο Pittsburg από μια θεία του, την Corrine Driver, απέκτησε την πρώτη του κιθάρα στην ηλικία των 11 και πήρε μαθήματα από τον βετεράνο Crit Walters. Στην ηλικία των 16, πήγε στο στρατό και υπηρέτησε στην Κορέα. Όταν επέστρεψε, αν και ισχυρίζεται πως είχε ηχογραφήσει με τον Waters και τον Little Walter, τον πρώτο γνωστό του δίσκο, “Gonna Play My Guitar”, τον εξέδωσε με το όνομα Playboy Fuller με τη δική του label (εταιρεία) Fuller. Επίσης ως Rocky Fuller έβγαλε ακόμα ένα single, το “Soon One Morning”.Εξέδωσε κι άλλους τίτλους που επανεκδόθηκαν κατά τη δεκαετία του ’80. Δουλεύοντας με τον Hooker και τον Eddie Kirkland, κέρδισε φήμη ως « ο κιθαρίστας φίλος ». Μεγάλο μέρος της δεκαετίας του ’50 το πέρασε ταξιδεύοντας στο νότο των Η.Π.Α. Το 1960, μετακόμισε στο New Jersey και έκανε τον πρώτο του δίσκο ως Louisiana Red για την Atlas: στο “I Done Woke Up” υποστηρίχθηκε από τους James Wayne & The Nighthawks. Αφού ολοκλήρωσε μια ανέκδοτη ηχογράφηση για την εταιρεία του Bobby Robinson Fury label, ο Red υπέγραψε στην Roulette το 1962 με τον βετεράνο παραγωγό Henry Glover. Το άλμπουμ που ακολούθησε, The Lowdown Backporch Blues, του έφερε πολλές επαινετικές κριτικές. Κατά το 1965 έκανε πολλές ηχογραφήσεις για τη Festival Records με τον Herb Abramson. Από αυτές συγκεντρώθηκε το υλικό για το άλμπουμ της Atco Records “Louisiana Red Sings The Blues”. Περισσότεροι τίτλοι παρουσιάστηκαν στο άλμπουμ “Red Lightnin’ Hot Sauce”. Συνέχισε να ηχογραφεί και το 1967, 1971 και 1973. Έκανε μια σειρά από ηχογραφήσεις το 1975 για τη Blue Labor, από τις οποίες προέκυψαν δύο μέρη του “The Blues Purity Of Louisiana Red”. Επίσης, πήρε μέρος σε άλμπουμ των Peg Leg Sam, Johnny Shines, Roosevelt Sykes και Brownie McGhee. Το 1976 μετακόμισε στη Γερμανία, όπου ζει μέχρι σήμερα. Κάνει εκτεταμένες περιοδείες στην Ευρώπη και ηχογραφεί για διάφορες εταιρείες όπως οι : Black Panther, JSP, L+R, Orchid, MMG και Blues Beacon.Είναι ένας αξιόπιστος και ζωηρός “performer”, αυθόρμητος και συχνά κυκλοθυμικός.
Δισκογραφία:
The Lowdown Backporch Blues (Vogue 1984)***, Midnight Rambler (Tomato 1988)***, Always Played The Blues (JSP 1990)**, Live At 55 (1991)***, Sings The Blues … (Blue Sting 1994)***, Sittin’ Here Wonderin’ early 50s recording (Earwig 1995)****, I Hear The Train Coming (Chrisly 1999)***, Millennium Blues (Earwig 1999)***, with Lefty Dizz Walked All Night Long 1976 recording (Corazong 2001)**, Driftin’ (Earwig 2001)***.
Συλλογές:
The Best Of Louisiana Red (Evidence 1995)****, Midnight Rambler (Charly 1996)***.
Οι αρχές του ’70 για το Louisiana Red ήταν αφάνταστα δύσκολη περίοδος. Για βιοποριστικούς λόγους ήταν ένας μαύρος εργάτης που μάζευε φρούτα μαζί με Τζαμαϊκανούς στις νοτιοανατολικές ΗΠΑ για τον εργολάβο Jonas Henderson. Και όχι μόνο είχε βρεθεί εκτός μουσικής ( εκτός από μια σύντομη απόπειρα με το δική του μπάντα, τους Bluesettes, στην περιοχή της Atlanta ), αλλά και το άλμπουμ του με την Atco, από το οποίο προσδοκούσε πολλά, ήταν μια παταγώδης εμπορική αποτυχία. Αλλά πάνω από όλα αυτά, η αγαπημένη του σύζυγος, Ealase, είχε πεθάνει από καρκίνο στην Augusta,Georgia, αφήνοντάς τον να μεγαλώσει μόνος δύο μικρά αγόρια και μια θετή κόρη. «Αφού έφυγε, ένιωθα πως όλη η οικογένεια στράφηκε εναντίον μου, λες κι έφταιγα εγώ. Έτσι, μάζεψα τα πράγματά μου και γύρισα πίσω στη Νέα Υόρκη,» σχολίασε ο Red για την πιθανότατα χειρότερη περίοδο της ζωής του.
Αρχικά δούλεψε για τον κουνιαδο του, εναν εργολαβο, τον οποιο συνοδεψε στα βορεια, αλλά σύντομα, και καθώς τώρα ζούσε στο East Orange του New Jersey, επέστρεψε, αυτή τη φορά ως οδηγός φορτηγού για μια εταιρεία στην οποία είχε δουλέψει στις αρχές του ’60, την Bayonne Barrel & Drum. Το αφεντικό του, ο Frank Langella, ένας γενναιόδωρος άνθρωπος , αγόρασε στο Red μία Fender Stratocaster, για να παίξει σε μια δεξίωση για τον ηθοποιό γιο του, που είχε το ίδιο όνομα και είχε παίξει τον Humbert Humbert στο ριμέικ της Lolita, στο The Men’s Club, στο Dracula και στο Diary Of A Mad Housewife. Επίσης, εκείνη την περίοδο με μεγάλη του χαρά ανακάλυψε πως το παλιό Club 37 στην Avenue L ήταν ακόμα ανοικτό και έτσι έπιασε δουλειά και διασκέδαζε τους εργάτες, ειδικά τα βράδια της Παρασκευής, που ήταν πρόθυμοι να ξοδέψουν την πληρωμή τους.
Πριν περάσει πολύς καιρός, ο παλιός του φίλος Bill Dicey τον αναζήτησε και του πρότεινε να συναντήσει τον Kent Cooper και τον Heiner Stadler, που εκείνη την εποχή εγκαινίαζαν τις νέες τους δισκογραφικές εταιρείες μπλουζ, Blue Labor και Labor αντίστοιχα, που βρίσκονταν στην 106 Haven Ave στη Νέα Υόρκη.
« Δε θα το ξεχάσω ποτέ. Ένα απόγευμα πήγαμε στην περιοχή Bedford-Stuyvesant του Brooklyn, κοντά στην Flatbush Ave, στην 74 Midwood St, στο σπίτι της Queen ‘Tiny’ Robinson, μιας ανιψιάς του Huddie Ledbetter [Leadbelly]. Αργότερα, ο Kent μου είπε να πάω στο γραφείο του στο νότιο Manhattan στην 1515 Rivington St. Εκεί υπογράψαμε τα συμβόλαια. », θυμάται ο Red.
Σύμφωνα με τον Red, ο Kent, που τώρα είναι μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας στο Durham, NC, είχε ένα τραγούδι που ανυπομονούσε να ηχογραφήσει, το “Sweet Blood Call ”, αλλά χρειαζόταν έναν καλλιτέχνη που να μπορούσε να ανταποκριθεί. Συμπεριλήφθηκε έτσι στο πρωτο άλμπουμ του Red με την καινούργια εταιρεία, The Blues Purity of Louisiana Red, Volume I: Sweet Blood Call, που περιείχε δύο προσωπικές συνθέσεις του Red, τα τυπικά αυτοβιογραφικά “Death of Ealase” και “I’m Going Down to Atlanta.” Και καθώς έπαιζε και ακουστική και ηλεκτρική κιθάρα, ο Kent συχνά καλούσε το Red να παίξει για άλλους καλλιτέχνες της Blue Labor στο studio του (στο White Plains, NY), όπως ο Brownie McGhee (με τον γεννημένο στο Harlem , James “Sugar Blue” Whiting, που έπαιζε φυσαρμόνικα, με τον πιανίστα Sammy Price και το μπασίστα Leonard Gaskin) στο LP “Blues Is Truth” και επίσης στο “Goin’ Train Blues” ενός ακόμα εξαιρετικού φυσαρμονίστα, του Peg-Leg Sam (Arthur Jackson, 1911-1977), που πέρασε σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του ταξιδεύοντας σε τσίρκο και πανηγύρια ως μέλος περιοδεύοντος θιάσου, πριν να ανακαλυφθεί από το Chief Thunder Cloud Medicine Show το 1972. Ο Red βάζει τη σφραγίδα του σε δύο ακόμα δουλειές της Blue Labor : “Too Wet To Plow “ του Johnny Shines και “Music Is My Business” του πιανίστα, Roosevelt Sykes.
Καμιά από τις δύο προσπάθειες του Red, ούτε η πρώτη που κυκλοφόρησε το 1975 ούτε το Volume II: Dead Stray Dog που κυκλοφόρησε το 1976, δε θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως πολύ μεγάλη εμπορική επιτυχία, παρά την καλή υποδοχή από τα ΜΜΕ και ειδικά από το Living Blues, αλλά τον φέρνουν στο προσκήνιο και πάλι ύστερα από ένα μεγάλο κενό. Και κατά την πιο δύσκολη περίοδο των μπλουζ, καθώς βρισκόμαστε στην εποχή της disco, αποτέλεσε ένα αξιοσημείωτο κατόρθωμα, τόσο που ο Kent δεν είχε δυσκολίες να κανονίσει να εμφανισθεί ο Red στο πρόγραμμα του Jazz Festival του Montreux της Ελβετίας το 1975, που τότε ήταν ένας από τους σημαντικότερους τόπους συνάντησης για την παγκόσμια μουσική. Αυτό ήταν πραγματικά σπουδαίο άλμα για τον Red, που μόλις πριν από λίγα χρόνια είχε εμφανισθεί στη μουσική σκηνή και μέχρι τότε είχε μόνο το Buffalo Folk Festival και το Philadelphia Folk Festival στη Schwenksville, PA, να παρουσιάσει στο βιογραφικό του. Τώρα βρισκόταν στη σκηνή δίπλα σε μερικούς από τους μεγαλύτερους θρύλους της μπλουζ μουσικής, όπως τους Lowell Fulson, Champion Jack Dupree, Etta James, Clifton Chenier, Juke Boy Bonner και Albert King, για να τον δει το συγκεντρωμένο πλήθος.
Μόλις πρόσφατα ο Heiner Stadler κυκλοφόρησε ένα album από την εμφάνισή του εκεί, με τον Albert King, το “Live In Montreux”,με την ετικέτα της Labor, τα πνευματικά δικαιώματα από το οποίο ο Red πιθανότατα δε θα δει ποτέ.
« Όλον αυτόν τον καιρό είχε αυτό το υλικό κι εγώ δεν ήξερα καν πως με είχε ηχογραφήσει κρυφά.», είπε πρόσφατα ο Red. Αλλά απρόθυμα αναγκάστηκε να παραδεχθεί πως, εκτός από αυτήν τη δυσάρεστη νότα, το φεστιβάλ του Montreux ήταν αυτό που του άνοιξε τις περισσότερες πόρτες και στο εξωτερικό και στις ΗΠΑ.
Στο εσωτερικό μέτωπο, ο Red, με τον Bill Dicey στη φυσαρμόνικα, καλούνταν τακτικά σε club όπως Newark’s Little Joe’s Bar και τα Manhattan’s Old Reliable Bar, Folk City και το Bottom Line. Και ο Kent Cooper ήθελε πάρα πολύ να τον δει να επιστρέφει στο στούντιο, αλλά για κάποιο λόγο το σχέδιο δεν καρποφόρησε μέχρι το 1982, όταν ο Cooper κυκλοφόρησε το “Midnight Rambler” με την Tomato Records. Κριτικοί όπως ο Bill Dahl επεσήμαναν το έντονα φορτισμένο συναισθηματικό περιεχόμενο του άλμπουμ που ήταν « κάποιες φορές σπαρακτικό αλλά και μια από τις πιο έντονες προσπάθειες του Red.»
Ο τίτλος αυτού του LP (που κυκλοφόρησε στη συνέχεια από τη Rhino και κυκλοφορεί ακόμα ) είχε σχέση με ένα χαρακτηριστικό ανέκδοτο. « Μετά το Montreux, πήγαμε στη Γενεύη σε ένα κλαμπ όπου σέρβιραν ένα ποτό που λεγόταν ‘Midnight Rambler’ και ο Kent παρήγγειλε αρκετά. Ήταν σίγουρο πως θα τον «χτυπούσε στο κεφάλι» και δύσκολα συνήλθε. Έτσι, αφιέρωσε ένα τραγούδι σ’αυτό το ποτό.», λέει ο Red γελώντας από καρδιάς.
Μέσα στο κοινό του Montreux βρέθηκε και ο Γερμανός ιμπρεσάριος, Horst Lippman, ο οποίος ήταν εκείνος που είχε προσφέρει στον Hubert Sumlin, κιθαρίστα του θρυλικού Howlin’ Wolf, το ηγεμονικό τότε ποσό των 10.000 γερμανικών μάρκων, για να κάνει ένα μυστικό LP ( με την εταιρεία της Amiga ) στο Ανατολικό Βερολίνο το 1964, όταν τέτοια « παρακμιακή » μουσική ήταν απαγορευμένη στις ραδιοφωνικές συχνότητες. Επίσης, ήταν ο ίδιος μάνατζερ στον οποίο οφειλόταν προσωπικά η εκτόξευση της καριέρας του μακαρίτη «μάγου» της κιθάρας Archie Edwards, που έμενε στην Washington, D.C. Μάλιστα, τον είχε εντοπίσει και ηχογραφήσει μέσα στο κουρείο του ο ανιχνευτής ταλέντων του Lippmann, Axel Kustner. Αργότερα ο Lippmann δημιούργησε τη δική του εταιρεία, τη L&R (Lippman and Rau), και έκανε δίσκους με πολλούς από τους καλλιτέχνες που προσκαλούσε στο ετήσιο American Folk Blues Festival στην Frankfurt. Το 1982, για παράδειγμα, ο Lippman ηχογράφησε όλους τους προσκεκλημένους σ’αυτό το “γλέντι”, ανάμεσα στους οποίους και τους Edwards, John Cephas και Phil Wiggins, James “Son” Thomas και Carey Bell. Ως αποτέλεσμα αυτών των συναυλιών, ο Lippmann μπόρεσε να κάνει δίσκους και με τους γίγαντες της μπλουζ Willie Dixon και Earl Hooker. Γύρω στα 1978, καθώς θυμόταν ακόμα τον αντίκτυπο της εντυπωσιακής εμφάνισης του Red στο Montreux, ο αποφασισμένος Lippmann βρήκε επιτέλους την ευκαιρία να κάνει δίσκο μαζί του, αλλά αυτήν τη φορά στη Νέα Υόρκη στα στούντιο Penthouse, όπου ηχογραφήθηκε το New York Blues. Σε μια άλλη περίπτωση, ο Lippmann ακολούθησε τον Red σε μια περιοδεία στον Καναδά, που έφθανε μέχρι και το Edmonton. Ήταν μία μεγάλη θριαμβευτική πορεία που αποκορυφώθηκε με το Montreal Jazz Festival, όπου εμφανίστηκαν οι: Willie Mae “Big Mama” Thornton με τη φήμη του “Hound Dog” , η πιανίστρια Nina Simone με το “I Loves You Porgy” και ο υποδειγματικός εκπρόσωπος του Texas blues, Lightnin’ Hopkins. Σ’ αυτό το φεστιβάλ, ο διοργανωτής της υπαίθριος συναυλίας DuDu Boicel ηχογράφησε τον Red και το γκρουπ του στο Rising Sun Club και τελικά κυκλοφόρησε “The Rising Sun Collections”, μια συλλογή από καλλιτέχνες που παρέστησαν στο φεστιβάλ και έπαιξαν εκεί. « Θυμάμαι πολύ καλά αυτή τη δουλειά επειδή αργότερα πήρα το αεροπλάνο με τον Lippmann για το Σικάγο, για να ηχογραφήσουμε με τον Hubert Sumlin στην κιθάρα, τον Odie Payne στα drums, τον Sunnyland Slim στο πιάνο και τον Carey Bell στην harp, επειδή η πρώτη του επιλογή, ο Big Walter Horton, ήταν πολύ μεθυσμένος για να παίξει σωστά.», λέει ο Red. Αφού ολοκληρώθηκε στο στούντιο του Ed Cody στην Michigan Ave, ο δίσκος ονομάστηκε “Reality Blues”. Και το εξώφυλλό του, που δεν άρεσε στον Red, και απεικόνιζε έναν μαύρο άντρα να φοράει σαν κουκούλα την αμερικανική σημαία, αμέσως προκάλεσε διαμάχες. Ακόμα μία παραγωγή της L& R ήταν το “Anti-Nuclear Blues “, αλλά αυτό το LP ηχογραφήθηκε στο Kassel της Γερμανίας, περίπου μία ώρα από το Ανόβερο. « Αυτό το άλμπουμ οπωσδήποτε είχε ένα μήνυμα και θυμάμαι πως ήμουν στο εξώφυλλο μπροστά από το Λευκό Οίκο με μια κιθάρα Stella στο χέρι μου. Ήταν μια βιαστική δουλειά. Το Κόμμα των Πρασίνων το ήθελε αμέσως.», προσθέτει ο Red σχετικά με την πολιτική διαμάχη του ’80.
Ο Red ακόμα εμφανίστηκε στο American Folk Blues Festival του Lippman το 1980 και το 1983. Και μόλις πρόσφατα, ο Red ταξίδεψε στην Φρανκφούρτη με τους Hubert Sumlin και Carey Bell για μια επανένωση των καλλιτεχνών του φεστιβάλ ως φόρο τιμής στον αποθανόντα δημιουργό του.
Στην πραγματικότητα, ο Red, όπως και πολλοί άλλοι μπλουζίστες, δυσκολευόταν να βρει σταθερή δουλειά στην Αμερική και έτσι προσπάθησε να επωφεληθεί από την αυξανόμενη διάδοση της παραδοσιακής αμερικανικής μουσικής στην Ευρώπη. Σύντομα μετά το θρίαμβό του στο Montreux , ακολούθησε ακόμα ένας στο Όσλο της Νορβηγίας. Τότε, ο Red, ο Dr. Ross και ο Tommy Tucker περιόδευσαν στο Λονδίνο, στο Βέλγιο, στην Ολλανδία, στη Γερμανία και στην Ελβετία ως σχήμα με την επωνυμία American Blues Stars. Επίσης έκανε μία αξιομνημόνευτη περιοδεία στην Ιαπωνία (με την Odetta και τους John Sebastian και Lonnie Mack) το 1977. Κι ενώ στις ΗΠΑ πάλευε να βρει σκηνές μπλουζ, οι συναυλίες στο εξωτερικό όχι μόνο ήταν πολλές, αλλά και σημείωναν τεράστια επιτυχία, μια αποκάλυψη που τελικά ώθησε τον Red το 1983 να εγκατασταθεί στο Ανόβερο της Γερμανίας, μια πόλη όπου ζει ακόμα μέχρι σήμερα. « Ήταν πραγματικά εύκολο. Έμενε ήδη εκεί ο φίλος μου Champion Jack Dupree και μου βρήκε ένα διαμέρισμα στην πολυκατοικία του μέσα σε 15 λεπτά. », λέει ο Red.
Αλλά προς το τέλος της δεκαετίας του ’70, υπήρχε ακόμα ένας Ευρωπαίος παραγωγός που ενδιαφερόταν πολύ για τον γίγαντα της μπλουζ, ο 24χρονος τότε Άγγλος John Stedman. Πλησιάζοντας στον εορτασμό της 25ης, της ασημένιας, επετείου του στη δισκογραφία, σε όλο αυτό το διάστημα έχει εκδώσει σχεδόν 200 νέα άλμπουμ και 100 επανεκδόσεις, πολλά από αυτά σε όμορφες κασετίνες, παραδοσιακής και σπάνιας τζαζ, όπως Jelly Roll Morton και Django Reinhardt . Είχε από νωρίς σκοπό να υπογράψει με έναν Αμερικανό θρύλο της μπλουζ και να τον υποστηρίξει με Βρετανούς μουσικούς. « Στην αρχή ήταν πραγματικά μια δουλειά που έκανα από αγάπη. Ήμουν ο ατζέντης, έκανα την προώθηση, ήμουν ο μάνατζερ και ο οδηγός τους, ακολουθούσα αυτούς τους καλλιτέχνες σε κλαμπ και πολιτιστικά κέντρα σε όλη την Αγγλία. Αλλά αφού άρχισαν οι ηχογραφήσεις, δυσκόλεψαν τα πράγματα. Δε μπορούσα να είμαι το ένα βράδυ στη συναυλία στο Μάντσεστερ και το επόμενο πρωί να επιστρέφω στο Λονδίνο να απαντώ στα τηλέφωνα τις εταιρείας μου.», είπε o John. Με το πέρασμα των χρόνων, ο John έχει ηχογραφήσει ένα αληθινό πάνθεον των μεγαλύτερων αστέρων, συμπεριλαμβανομένων των Buddy Guy (τρεις φορές), Larry Garner, Guitar Shorty (David Kearney), Roy Gaines, Jimmy Witherspoon, Eddie “Cleanhead” Vinson, Fernest Arceneaux and the Thunders, Carey Bell, Professor Longhair (Roeland Byrd) και ακόμα την ιδιοφυΐα της φυσαρμόνικας(harp)από την Washington, Charlie Sayles. Αλλά στην αρχή, όταν μόνο έκλεινε εμφανίσεις καλλιτεχνών, πολλές ξακουστές μορφές, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, «γλίστρησαν από τα χέρια του» και δεν ηχογράφησαν μαζί του, όπως οι: Billy Boy Arnold, Eddie Boyd, Roy Brown, Robert Jr. Lockwood, Rosco Gordon, J.B. Hutto και Johnny Shines.
Αλλά o John Stedman δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει το ίδιο λάθος δύο φορές με την περίπτωση του Louisiana Red. Στη δεύτερη περιοδεία του, ο John έφερε τον Sugar Blue ( που από το 1976 ζούσε εκπατρισμένος στο Παρίσι και μόλις είχε βοηθήσει τους Rolling Stones με την επιτυχία “Miss You” ) να παίξει με τον Red, που τότε έδινε παραστάσεις στο club 100 του Λονδίνου. Αυτή η ζωντανή ηχογράφηση (1001), “Red, Funk, and Blue” εγκαινίασε την εταιρεία JSP του John, που ο ίδιος τότε ονόμασε Black Panther.
« Ναι, ήταν ο πρώτος δίσκος, αλλά δεν ήμουν πολύ ευχαριστημένος. Ήταν λίγο τραχύς », λέει ο John, που όλα αυτά τα χρόνια χειρίστηκε προσωπικά πολλές περιοδείες γι’ αυτόν τον μπλουζίστα, ειδικά μετά τη μετακόμιση του Red στο Ανόβερο.
Αλλά ο John είναι δικαιολογημένα υπερήφανος για τα επόμενα 2 LP του Red με την JSP. Το 1983 ο John ηχογράφησε στο στούντιο Soto στο Evanston, IL (βόρεια του Chicago) το “Blues For Ida B”, μία σόλο προσπάθεια του Red, που θεώρησε πως ήταν « ένα αριστούργημα εσωτερικού μονολόγου ». Και οι κριτικοί συμφώνησαν, απονέμοντας στον Red ένα Handy στην κατηγορία του καλύτερου Παραδοσιακού Άντρα Καλλιτέχνη της Χρονιάς. Και θεώρησε επίσης αντάξια μιας τέτοιας αναγνώρισης την έκδοση του 1994 “ Always Played The Blues ”, με τον Jon Cleary στο πιάνο. Αυτός ο δίσκος κέρδισε 4 διαμάντια από το AMG All Music Guide to Blues. Αλλά δεν ήλθε νέο βραβείο. « Κερδίσαμε μερικά Handys όταν ο διαγωνισμός ήταν δίκαιος. Υποθέτω πως δε θα κερδίσουμε άλλα πια, τώρα που δεν είμαστε χορηγοί τους.», λέει ο John με έμφαση, που το 1984 κυκλοφόρησε επίσης και το μεγαλύτερο μέρος από τις ηχογραφήσεις του Soto που είχαν απομείνει ακυκλοφόρητες υπό τον τίτλο “ Blues From The Heart ” (τώρα πια δεν κυκλοφορεί).
Το 1998 ο John αποφάσισε να εκδώσει ακόμα ένα CD του Louisiana Red, το “Blues Spectrum of Louisiana Red”, που είναι μία αναδρομική συλλογή του καλύτερου υλικού που είχε ηχογραφήσει στο παρελθόν. Σ’ αυτό το « κέντημα », που κυκλοφορεί σε μισή τιμή, περιλαμβάνονται επίσης και μερικές ραδιοφωνικές ηχογραφήσεις του BBC, και ο τίτλος αποδίδει σωστά το περιεχόμενο, καθώς σ’ αυτό το CD επιδεικνύεται ο επαγγελματισμός του Red σε διαφορετικό μουσικό περιβάλλον. Το CD διανέμεται από τη Navarre στις ΗΠΑ και μαζί με άλλες δουλειές του Red μπορεί να βρεθεί σε μεγάλα καταστήματα όπως το Tower and Virgin καθώς και στο site: JSP.com.
Στην χαραυγή του ’80, το σύνθημα του Red ήταν ότι « η μπλουζ πρέπει να ταξιδέψει ». Και παρά τις προσκλήσεις σε μεγάλα μουσικά γεγονότα στις ΗΠΑ, όπως το φημισμένο Newport Jazz Festival Blues Picnic στο Stanhope, NJ, στο Philadelphia Folk Festival και ακόμα και στο New Orleans Jazz and Heritage Festival, δε μπορούσε να βρει δουλειά εκεί να συντηρηθεί κι έτσι αναζήτησε την τύχη του στο Σικάγο. Εκεί θα συναντούσε τον παλιό του φίλο, τον παραγωγό Bob Corritore.
« Είδα πρώτη φορά τον Red στο Jazzfest και αργότερα συναντηθήκαμε στο Σικάγο και έπαιξα μαζί του φυσαρμόνικα(harp)στο Delta Fish Market. Όταν τα πράγματα δεν απέδιδαν γι’ αυτόν εκεί, αποφάσισε να με ακολουθήσει στο Φοίνιξ όπου είχα μετακομίσει. Ήταν τύχη γι’ αυτόν ότι η τότε αγαπημένη του είχε μετακομίσει εκεί επίσης. Όταν χώρισε μ’ αυτήν τη γυναίκα έμεινε μαζί μας για περίπου ένα χρόνο », λέει ο Bob.
Ο Bob είχε ανοίξει τη δική του μπλουζ δισκογραφική εταιρεία, τη Blues Over Blues, ηχογραφώντας στο Σικάγο το 1979 τον προστατευόμενο του Big Walter Horton, τον Little Willie Anderson (μαζί με τους Robert Jr. Lockwood, Sammy Lawhorn, Jimmie Lee Robinson και Fred Below) και τον Big Leon Brooks (και τα δυο έχουν επανεκδοθεί από την Earwig). Και καθώς είχε τόσο κοντά του τον Louisiana Red, προσπάθησε να δουλέψει μαζί του. « Ήθελα να κάνω κάτι ασυνήθιστο μαζί του, να πάμε πίσω και να ξαναδημιουργήσουμε την ατμόσφαιρα και τον ήχο των κλαμπ του Ντιτρόιτ, όπως τότε που έπαιζε με τον John Lee Hooker, δεν ήθελα αυτό το μοντέρνο, «εμπορικό» και επιτηδευμένο μπλουζ. Γι’ αυτές τις τρεις ηχογραφήσεις, του πήρα να παίξει μία ειδική Gibson ES 25 (a Gibson hollow-bodied ES 25 with f-holes and no cutaway and with a soap box pick-up.). Πρόσθεσα και έναν μικρό ενισχυτή Harmony, για να πετύχουμε τον ήχο αυτών των χώρων. Και ο Red ήταν αντάξιος της δουλειάς, και έκλαιγε στα τραγούδια , καθώς μόλις είχε χωρίσει μ’ εκείνη τη γυναίκα.», θυμάται ο Bob.
Με τον Bob να τον συνοδεύει με φυσαρμόνικα, οι δυο τους έγιναν ένα δυναμικό και δημοφιλές ντουέτο, παίζοντας σε όλη την περιοχή του Φοίνιξ το 1981 και το 1982, μέχρι που ο Red κλήθηκε για μια περιοδεία στην Ευρώπη (αφήνοντας πίσω την ατσάλινη National κιθάρα του)και βρήκε ένα νέο σπίτι στο Ανόβερο. Από τότε, ο Red δεν έχει επιστρέψει παρά πέντε φορές, για να επισκεφθεί τον συνεργάτη του στο Φοίνιξ. Και όσο για τις κασέτες, ο Bob περίμενε 15 χρόνια πριν τελικά να πουλήσει ολόκληρη τη συλλογή στην εταιρεία Earwig του Σικάγο, στην οποία επικεφαλής ήταν ο Michael Franks. Με τον τίτλο “Sittin’ Here Wonderin’”,εκδόθηκε τελικά το 1995.
Ο Red στο μεταξύ πήγαινε πολύ καλά στην Ευρώπη, πρωταγωνιστώντας ακόμα και σε μια ταινία με τον Eric Burdon των Animals, The Comeback, το 1982. Σε μια σπαρακτική σκηνή αυτής της σπάνιας ταινίας, ο Red στέκεται δίπλα στο Τείχος του Βερολίνου και παρακολουθεί έναν σκύλο στον οποίο λέει: “Η ζωή σου είναι καλύτερη από τη δική μου.”. Και στη συνέχεια ήταν από τα πρώτα ονόματα στο Amsterdam Blues Festival το 1984 και το 1985 καθώς και στο ετήσιο Pier Festival στις Βρυξέλλες στο Βέλγιο. « Νομίζω πως το μόνο για το οποίο λυπάμαι είναι πως δεν κλήθηκα ποτέ στο North Sea Jazz Festival, στο οποίο παρουσιάζονται πολλοί μπλουζίστες.»,λέει ο Red. Ο ατζέντης που του έκλεινε εμφανίσεις εκείνη την περίοδο, ο αγγλομαθείς Rolf Schubert , τον διατηρούσε σε διαρκή δράση τόσο σε ζωντανές εμφανίσεις όσο και στο στούντιο. Ο Schubert, που είναι πολύ γνωστός στις ΗΠΑ κυρίως επειδή κλείνει περιοδείες για ονόματα όπως Fernest Arceneaux and the Thunders, The Creole Zydeco Farmers και πιο πρόσφατα τον Thomas “Big Hat” Fields, δεν είναι τόσο γνωστός ως παραγωγός, καθώς οι δίσκοι του δύσκολα μπορούν να βρεθούν στις ΗΠΑ. Παρ’ όλα αυτά, κατά τη δεκαετία σχεδόν που συνεργαζόταν με τον Louisiana Red, ηχογράφησε πέντε ξεχωριστά LP και CD, για τα οποία οι περισσότερες από τις ηχογραφήσεις έλαβαν χώρα στην Κολονία. Το πρωτο και το θεωρούμενο ως διαμάντι από τη δουλειά αυτή ήταν το “Ripp Off Blues” με τον Champion Jack Dupree, που προέκυψε κατά τη διάρκεια ενός φεστιβάλ στην Κοπεγχάγη στη Δανία το 1984. Τα υπόλοιπα είναι: Back To The Roots ,1986, Ashland Avenue Blues, 1992, Brothers In The Blues με τον Carey Bell ,1993, και Sugar Hips,1995.
Όλο το υλικό του Schubert έχει εκδοθεί από την εταιρεία CMA του Christian Muller, που διαμένει στο Aschaffenburg, κοντά στη Φρανκφούρτη, και δεν είναι μία εταιρεία που ο Red έχει μέσα στην καρδιά του. « Αυτός ο άνθρωπος (ο Muller), δεν με έχει πληρώσει ποτέ για τίποτα, αλλά έχει πολλά προσωπικά προβλήματα, όπως έναν αλκοολικό πατέρα. Έτσι, άφησα τα πράγματα όπως ήταν.», λέει ο Red.
Τη δεκαετία του ’90 γενικά σημειώθηκε η δυναμική επανάκαμψη του Red ως μιας ιδιαίτερα υπολογίσιμης δύναμης. Και καθώς περνούσε ο καιρός, κέρδιζε όλο και περισσότερη αναγνώριση. Όχι μόνο είχε σε εξέλιξη νέες δουλειές, όπως τις ηχογραφήσεις με τον Rolf Schubert και τον John Stedman, αλλά εκδίδονταν και κάθε είδους αναδρομικές συλλογές, όπως: το “The Best Of Louisiana Red on Evidence”, 1995, μια ανακεφαλαίωση του υλικού του με στην Herb Abramson Atco, το “Lowdown Back Porch Blues” από την Collectables (μια γνωστή εταιρεία επανέκδοσης παλιών δίσκων), μια επανατύπωση αυτού του άλμπουμ με τον ίδιο τίτλο για τη Roulette, και το “ Walked All Night Long” του Kent Cooper από την Blues Alliance που περιέχει κάποια σπάνια κομμάτια του Red από την εποχή που δούλευε με την Blue Labor. Και καθώς συνέχιζε τις ηχογραφήσεις, το αποκορύφωμα της επιτυχημένης πορείας του ήταν τα δύο CD με την εταιρεία Earwig, το “Millenium Blues” και το “Driftin’”,που ηχογραφήθηκαν το 1999 και το 2000 αντίστοιχα, στο Σικάγο, από τον παραγωγό Michael Franks. Το“Millenium Blues” προτάθηκε για τέσσερα Handy. Υποστηριζόμενος από διάσημους μουσικούς, ανάμεσα στους οποίους ο Dave Jefferson, πρώην ντράμερ του Albert King, ο Allan Batts, κιμπορντίστας του Albert Collins, ο μπασίστας Willie Kent ( και οι Gents) και ο για πολύ καιρό ντράμερ του Muddy Waters Willie “Big Eyes” Smith, αυτή τη φορά με φυσαρμόνικα(harp), o Louisiana Red απαλλάχθηκε από αναστολές και αυτοσυγκράτηση και επέστρεψε επιδέξια στο δικό στυλ του Chicago blues. Αυτά τα πολύ επαινεμένα άλμπουμ και άλλα από τον κατάλογο της Earwig μπορεί να τα βρει κανείς στο site : earwigmusic.com.
Κεντρική μορφή σ’ αυτές τις ηχογραφήσεις της Earwig ήταν ο Brian Bisesi, ο οποίος γνωριζόταν από παλιά με τον Red. Έπαιζε με τον Red την εποχή της Folk City στο Manhattan στα μέσα του ’70 και όπως και ο Red σύχναζε στο μπλουζ “clubhouse” της Victoria Spivey στην King’s Highway στο Brooklyn. Με τα χρόνια, είχαν έναν κοινό φίλο, τον ντράμερ και βοκαλίστα Ola Dixon. Όταν ο Bisesi έκανε την παραγωγή στο άλμπουμ του Dixon στη Severn, ο Red εντυπωσιάστηκε, ειδικά από τα κομμάτια με τα πνευστά, τα οποία μέχρι τότε δεν είχε περιλάβει στα άλμπουμ του. Και όταν ο Brian πλησίασε τον David Earl, για να ηχογραφήσουν το Red στη Severn, ο τελευταίος ήταν κατενθουσιασμένος που ένας τέτοιος θρύλος της μπλουζ εντάχθηκε στο δυναμικό του.
«Κοίταξα τον Red και κατάλαβα πως όχι μόνο είχε πετύχει πολλά πράγματα, αλλά πως είχε προχωρήσει πολύ περισσότερο. Αλλά ήθελα να κάνω κάτι ριζικά διαφορετικό μαζί του. Ο Michael Franks είχε αναπλάσει επιτυχημένα τον ήχο του Σικάγο. Αντίθετα, εγώ ήθελα να πάμε σε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση, ακόμα και σε έναν παλιό ήχο. Γι’ αυτό περιέλαβα το μαντολίνο. Ήταν όμως απαραίτητο να βγάλω τον Red από τα συνηθισμένα, καθώς όταν έπαιζε κλεινόταν εντελώς στον εαυτό του και σχεδόν εκστασιαζόταν. Ήθελα σταδιακά να τον κάνω να φθάσει σε ένα πιο ευρύ κοινό. Ήθελα να κάνω τον Red πιο προσιτό για τον ακροατή, εξ ου και ο τίτλος του CD “A Different Shade Of Red” (Μια Διαφορετική Απόχρωση του Red)», λέει ο Brian, προσπαθώντας να εξηγήσει το σκεπτικό γι’ αυτήν την απόπειρα.
Δεν ήταν δύσκολο να στρατολογηθούν εθελοντές για το επικείμενο τόλμημα. Πρώτα, ο Jimmy Vivino, κιθαρίστας για τη μπάντα του Max Weinberg (ενός από τους διάσημους E Streeters του Bruce Springsteen) για το Conan O’Brien show, που ήταν παιδικός φίλος και τύχαινε να ζει στο Woodstock, NY και ήταν γείτονας του ντράμερ Levon Helm. Ο Helm ηχογραφούσε για την Roulette περίπου την ίδια περίοδο με τον Red ως μέλος του γκρουπ του Ronnie Hawkins και όχι μόνο προσέφερε τις υπηρεσίες του στο εγχείρημα, αλλά διέθεσε και την αποθήκη του που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως στούντιο. Έπειτα, προστέθηκε ίσως ο καλύτερος πιανίστας μπλουζ της Ανατολικής Ακτής, ο Dave Maxwell. Ο Maxwell είχε παίξει στο CD Forevermore του τοπικού μπλουζίστα Jesse Yawn, με παραγωγή του μεγάλου Tino Gonzales, για την Horseplay records. Και υπήρχαν άφθονοι σπουδαίοι καλλιτέχνες όπως οι: Ola Dixon σε ένα τραγούδι, ο Benjie Porecki της Severn records στο (εκκλησιαστικό) όργανο και ακόμα ένας πιστός φίλος, ο Garth Hudson στο (εκκλησιαστικό) όργανο και στο σαξόφωνο. « Δε θα μπορούσε κανείς να ονειρευτεί καλύτερη ομάδα, εκτός κι αν είχε συμμετάσχει ο John Sebastian των Lovin’ Spoonful, που έτυχε να μην είναι διαθέσιμος εκείνη την περίοδο.», λέει ο Brian, ο οποίος επίσης συνεισέφερε τα μέγιστα παίζοντας κιθάρα καθώς και κάνοντας την παραγωγή από κοινού με τον Vivino.
Ο τίτλος “A Different Shade Of Red” (Severn CD 0016), με υπότιτλο “The Woodstock Sessions”, η πιο πρόσφατη δουλειά του Red, πραγματικά ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο του άλμπουμ. Αποτελεί μια αξιόλογη προσθήκη στον κατάλογο της Severn, που πρόσφατα εμπλούτισε τη λαμπρή ομάδα των σταρ της με τους Roy Gaines και Lou Pride. Και είναι ένα ξεχωριστό άλμπουμ τουλάχιστον για τρεις βασικούς λόγους. Πρώτον, εξοικειώνει τον ακροατή με όλες τις πτυχές της μπλουζ που έχει τελειοποιήσει ο Red στη μακρά του πορεία, όπως : funk, “Take Your Time,” τα αυτοβιογραφικά “Blues 2001,” “Alabama Train,” και “Lightning Bug;” Delta blues (με εκπληκτική slide κιθάρα), παρόμοιο με το “Blue Evening” και το “Where’s My Friends?” στο στυλ του Elmore James, και με τον πρώιμο αριστοκρατικό ήχο του Muddy Waters στο “Laundromat Blues;” jump blues α λα Louis Jordan σε κομμάτια όπως τα “Lou Jean” και “I Had A Dream;” και roots blues με μια αίσθηση της δεκαετίας του ’30, που θα έκανε τον αποθανόντα οργανοπαίκτη του μαντολίνου Johnny Young, υπερήφανο- “Phillipa.” Στην πραγματικότητα, παρουσιάζονται σε όλη τους την ποικιλία όλες οι μουσικές επιρροές του Red. Δεύτερον, το CD ξεχωρίζει επειδή παρουσιάζει τον Red να παίζει με κάθε είδους μπάντα, είτε ηλεκτρικά είτε ακουστικά, και εμφανίζεται τόσο χαλαρός και άνετος σε κάθε περίπτωση, ώστε κανείς αναρωτιέται ποιο στυλ του ταιριάζει περισσότερο. Και τρίτον, διαφέρει από τις υπόλοιπες δουλειές στο ό,τι ο Brian επιτυγχάνει το στόχο του να καταστήσει τον Red εξαιρετικά προσιτό στον ακροατή, με την προσεκτική προσθήκη ικανότατων μουσικών όπως των Maxwell και Hudson, που «γεμίζουν» τον ήχο, και με την έξυπνη εισαγωγή των γεμάτων ενέργεια, μεταδοτικών και συναρπαστικών πνευστών, κάτι καινούργιο για τον Red που λειτουργεί θαυμάσια. Όλη η δουλειά ως σύνολο αποδίδει την αρμόζουσα τιμή στην ευρύτατη μουσική του τέχνη, είναι πράγματι ένα άλμπουμ για το οποίο θα μπορεί να καμαρώνει και να φέρνει στο νου του με υπερηφάνεια. Ο Red επιτέλους μπήκε στο στούντιο!
Και αρκεί κανείς να κοιτάξει στο εσώφυλλο του CD όπου ο Red, περιτριγυρισμένος από την οικογένειά του και συνεργάτες μουσικούς, εμφανίζεται με τα κλειδιά της πόλης του Woodstock. Τόσο πολύ, σαν εθνικός θησαυρός, εκτιμάται από την κοινότητα της μπλουζ μουσικής.
Παρ’ όλους αυτούς τους επαίνους και τις διακρίσεις, ο Red αντιλαμβάνεται την πραγματική κατάσταση και πως η μπλουζ αυτή την εποχή βρίσκεται σε κάμψη. Έτσι, πέρα από τα μεγάλα συναυλιακά γεγονότα, όπου εισέρχεται σαν τον «μοναχικό καβαλάρη» ( σημειώστε τις πρόσφατες εξορμήσεις του στο Mississippi Valley Blues Festival,στο Chicago Blues Festival και στο Poconos) και αποδεικνύει την αφοσίωσή του, αντιλαμβάνεται πως στις ΗΠΑ δε μπορεί να στηριχθεί μόνο στον εαυτό του. Γι’ αυτό, συχνά κάνει την υπέρβαση και ξεφεύγει από το δημόσιο προσκήνιο των ΗΠΑ για αρκετούς μήνες κάθε φορά. Βέβαια έτσι δύσκολα γίνεται κανείς σουπερστάρ της μπλουζ, προσφέροντας μόνο μικρές δόσεις από τη μουσική του ύστερα από μεγάλα διαστήματα απουσίας.
Αλλά στην παγκόσμια μουσική σκηνή, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δοκίμασε να βρεις αυτόν τον ήρωα της μπλουζ στο σπίτι! « Πρέπει να φύγω, Larry, το καθήκον με καλεί!», λέει ο Red. Τον περασμένο Αύγουστο ήταν το φεστιβάλ προς τιμήν του Lippmann και ένα εργαστήρι της μπλουζ στο Exeter College στο Devonshire στην Αγγλία. Τον επόμενο μήνα θα είναι το φοβερό ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, όπου η ισοτιμία είναι 1.000.000 τουρκικές λίρες προς ένα δολλάριο. Για τον Red, το παιχνίδι είναι η διαρκής κίνηση. Τέτοια είναι η ζωή ενός γνήσιου Αμερικανού.
Η LABOR RECORDS ΕΠΑΝΕΚΔΙΔΕΙ ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΜ ΤΟΥ ΜΠΛΟΥΖΙΣΤΑ ΤΟΥ MISSISSIPPI
Η ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ BLUES ΤΟΥ LOUISIANA RED
“DEAD STRAY DOG”
Ο προστατευόμενος του Muddy Waters εμφανίζεται με το δικό του τρόπο.
(δελτίο τύπου)
Ο Heiner Stadler, πρόεδρος της Labor Records, ανακοίνωσε την επανέκδοση της ηχογράφησης του 1975 “Dead Stray Dog” του Louisiana Red. Ως νέος, ο Red ακολούθησε μπλουζίστες όπως ο John Lee Hooker, o Muddy Waters, o Robert Nighthawk και o Elmore James μαθαίνοντας πολλά από αυτούς, χωρίς ποτέ στην πραγματικότητα να είναι οργανοπαίκτης τους. Το παράξενο μ’αυτόν είναι πως έπαιζε ακουστική κιθάρα- συνήθως σε στυλ «λαιμού μπουκαλιού», παρά το γεγονός ότι ανήκει στη γενιά των οργανοπαικτών μπλουζ που έπαιζαν κυρίως ηλεκτρικά. Ο τρόπος παιξίματός του είναι αρκετά παραδοσιακός- στο στυλ του Δέλτα του Mississippi. Το υλικό της ηχογράφησής του αποτελείται από στίχους μπλουζ από το στιχουργό Kent Cooper που μελοποιήθηκαν από τον Red ( που γεννήθηκε ως Iverson Minter ), εκτός από το “Caught My Man And Gone”, το οποίο είναι τραγούδι του Red.
Αν και άλλες ηχογραφήσεις του Louisiana Red μέχρι σχετικά πρόσφατα ήταν σπάνιες στις Η.Π.Α., συλλέκτες έβρισκαν δίσκους που έκανε περιστασιακά τη δεκαετία του’60 χρησιμοποιώντας ονόματα όπως : Rocky Fuller, Playboy Fuller, Cryin’ Red και Walkin’ Slim. Οι τρεις κυριότερες ηχογραφήσεις του δεν του απέφεραν προφανώς τίποτα, παρά τις εξαιρετικές πωλήσεις που σημείωσαν : το Red’s Dream το 1962 με τη Roulette Records φέρεται να πούλησε ένα εκατομμύριο αντίτυπα. Ισχυρίζεται επίσης πως ούτε από το Lowdown Backporch Blues, επίσης με τη Roulette, κέρδισε τίποτα. Η εκμετάλλευση του Red από τις δισκογραφικές εταιρείες συνεχίστηκε, καθώς στις αρχές του ’70 το LP της Atco “Louisiana Red Sings The Blues” περιέργως τον οδήγησε να χρεωθεί στην εταιρεία. Ο Red επίσης εμφανίζεται ως οργανοπαίκτης στους δίσκους της Labor Records No 7009 : του Peg Leg Sam Jackson “Early In The Morning” και No 7003 : του Johnny Shines’ “Too Wet To Plow”. Τρία χρόνια αφού ηχογράφησε το “Dead Stray Dog”, ο Red μετακόμισε στην Ευρώπη, για να δώσει παραστάσεις που θα απέδιδαν οικονομικά. Για χρόνια αργότερα δεν εμφανίστηκε να δίνει παράσταση στις Η.Π.Α.
« Αρχικά ηχογραφημένος για τη Blue Labor, είναι ένας δίσκος στον οποίο ο Red εξωθεί τη φωνή υψηλού τενόρου που διαθέτει από απελπισμένα βογγητά σε πληθωρικές κραυγές μεγάλης έκτασης, βυθίζοντας τον εαυτό του στους σκοτεινούς « μύθους » του Kent Cooper, σαν να τους είχε γράψει ο ίδιος. Το επιδέξιο παίξιμό του, που έχει ρίζες βαθιά στην παράδοση του Δέλτα του Mississippi, φθάνει βαθιά ως το κόκκαλο, όπως και τα φωνητικά του.» – David Whiteis, Living Blues
1. Dead Stray Dog 3:54
2. New Jersey Women 2:18
3. Held Up In One Town 3:16
4. Bad Case Of The Blues 3:00
5. Caught My Man And Gone 2:53
6. My Heart’s A Loser 3:43
7. Riding On A Tall White Horse 2:09
8. Cold White Sheet 4:54
9. Going Train Blues 3:35
10. Back To The Road Again 3:30
11. My Baby’s Is Coming Home 3:45
12. Cold Feeling 3:36
Big Time Sarah
Η Sarah Streeter, γνωστή ως Big Time Sarah, γεννήθηκε στο Coldwater του Mississippi το 1953. Έφτασε στο Σικάγο σε ηλικία 7 ετών και πήρε τα πρώτα μαθήματα φωνητικής σε εκκλησιαστικές χορωδίες του South Side. Άρχισε να καθιερώνεται στα μπλουζ κλαμπ του South Side τραγουδώντας δίπλα στους Junior Wells, Buddy Guy και Magic Sam και μάλιστα ο μεγάλος Willie Dixon έγραψε τέσσερα τραγούδια ειδικά γι’ αυτήν. Αλλά η Sarah αναγνωρίζει πως τη βοήθησε περισσότερο από όλους ο Sunnyland Slim. Η Sarah εμφανίστηκε μαζί του και με τη μπάντα του μερικές φορές και πριν καλά-καλά το καταλάβει βρέθηκε σε ένα αεροπλάνο με προορισμό την Ευρώπη σε μια περιοδεία με τους Sunnyland Slim και John Lee Hooker. Σε εκείνη την περιοδεία ο Sunnyland Slim τής κόλλησε το παρατσούκλι ‘Big Time’ , εξαιτίας της φιλοδοξίας της για μεγάλη καριέρα και της ικανότητάς της να «τα λέει». Από τότε, η Sarah έχει ταξιδέψει περιοδεύοντας σε όλον τον κόσμο, τραγουδώντας σε φεστιβάλ, σε κλαμπ και σε συναυλίες. Εμφανίστηκε στο πρωτο ετήσιο Chicago Blues Festival το 1984.
‘Lay it on ‘em Girls’ είναι ο τίτλος της πιο πρόσφατης δισκογραφικής δουλειάς της Big Time Sarah και έχει γίνει δεκτή με εξαιρετικές κριτικές, όπως αυτή της Pamela Lucia του The New Review of Records.: « H τραγουδίστρια του Chicago blues Sarah Streeter όχι μόνο έχει μια δυνατή και εκφραστική φωνή, αλλά είναι προικισμένη και με μια παλικαριά που θυμίζει την μεγάλη Etta James. Χρησιμοποιώντας ένα συνδυασμό από blues, soul και jazz, αποδίδει κάθε είδος με φωνητική δεξιότητα.». Και ο Ed Burks των The King Biscuit Times επαυξάνει λέγοντας απλά: «Μία έκδοση δυναμίτης!»
Η Sarah ήταν υποψήφια για ένα W.C. Handy Award στην κατηγορία ‘Traditional Blues- Female Artist of the Year’ ( Παραδοσιακή Μπλουζ Γυναίκα Καλλιτέχνις της Χρονιάς) για το 2003.
Big Time Sarah
A Million Of You
Delmark Records (κριτική)
Η « προκλητική » τραγουδίστρια των ’70 Big Time Sarah βρίσκεται στη σκηνή του Chicago blues για πάνω από 25 χρόνια και είναι προφανές πως μπορεί να συγκαταλέγεται στους καλύτερους εκπροσώπους της.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η εξαιρετική συμμετοχή του κιθαρίστα Rico McFarland. Βαθύς γνώστης του μουσικού ιδιώματος του πριν από το ’80 Texas blues, ο McFarland εμφανώς ακολουθεί τη σχολή του Houston και ιδιαίτερα τον Albert Collins. Χωρίς να μιμείται, ο Rico παίζει θαυμάσια σε όλες τις περιοχές, εξαιρετικός στο σόλο. Έχει καθαρό και ευκρινή ήχο, και ενώ το παίξιμο του εμπνέεται από το παίξιμο μεγάλων του παρελθόντος, η εκπληκτική ταχύτητά του, χωρίς να θυσιάζει το γούστο, αξίζει αναφοράς. Θα ήταν ενδιαφέρον να ακούσουμε τι μπορεί να κάνει σε μια σόλο εμφάνιση.
Και σαν κερασάκι στην τούρτα, η Big Time Sarah έχει τη δύναμη της φωνής μιας τραγουδίστριας με τη μισή της ηλικία.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, στην περιοχή του Southend έπαιζε μια μπάντα με το όνομα Pigboy Charlie band. Τα μέλη αυτής της μπάντας Lee Brilleaux και Sparko (John B. ‘Sparko’ Sparks) έψαχναν έναν κιθαρίστα για ένα καινούργιο γκρουπ που σκόπευαν να σχηματίσουν και κάπως έτσι ο Sparko βρέθηκε στην πόρτα του Wilko (Wilko Johnson) και τον ρώτησε αν ήθελε να είναι ο κιθαρίστας τους. Ο Wilko είχε την κιθάρα του παρατημένη κάτω από το κρεβάτι του, αφού τότε ταξίδευε στην Ευρώπη και στην Ινδία, αλλά του άρεσε η ιδέα και δέχθηκε και έτσι την άνοιξη του 1971 σχηματίστηκαν οι Dr Feelgood.
Χάρη στο στιλ του Wilko, που έπαιζε και rhythm και lead κιθάρα χρησιμοποιώντας ένα συνδυασμό του αντίχειρα και των άλλων δαχτύλων του και όχι με πένα, οι Dr Feelgood μπορούσαν να είναι ολιγομελείς αλλά και να έχουν έναν πιο δυνατό ήχο. Αυτό, σε συνδυασμό με τα πολλά riffs, όπως αυτά στο ‘She does it right’, στο ‘Roxette’ κ.ά., έβγαζε έναν αξέχαστο και απολαυστικό ήχο. Με τον ήχο αυτό και με τις κινήσεις του Wilko, οι Dr Feelgood σημείωσαν επιτυχία στα live, από τις πρώτες μέρες των ροκ συναυλιών σε pubs μέχρι τις μεγαλύτερες αίθουσες και τα φεστιβάλ όπου έπαιζαν ως πρώτο όνομα.
Σε μια κριτική του Melody Maker (1974) αναφέρεται: « Ο Wilko Johnson ξεσπά σε ένα σόλο στην κιθάρα, στριφογυρίζει στη σκηνή σαν σφήκα παγιδευμένη σε βάζο, με τα χέρια και τα πόδια σε ένταση, σαν να βρίσκεται σε νεκρική ακαμψία για πέντε ώρες. Τραβά τις χορδές με δύναμη, σαν να προσπαθεί να βγάλει καρφιά από ξύλο με τα δάχτυλά του.» Η σκηνική περσόνα του Wilko συμπλήρωνε τον Lee Brilleaux και προσέφερε στο κοινό αξέχαστες ‘θεατρικές’ στιγμές, όπως το “ Riot in Cell Block #9” και το ανεπανάληπτο σόλο με μια χορδή “I’m a hog for you baby”. Ύστερα από τέσσερα άλμπουμ, “Down by the Jetty”, “Malpractice”, “Sneakin Suspicion” και “Stupidity”, το live άλμπουμ που συντάραξε τα charts φθάνοντας στο ιλιγγιώδες ύψος του Νο. 1, ο Wilko και η πιστή του Telecaster αποχωρίστηκαν τους Dr Feelgood.
Όταν έφυγε ο Wilko, αντί να αναζητήσουν έναν καθιερωμένο γνωστό κιθαρίστα, οι Feelgoods ακολούθησαν τις συστάσεις του of George Hatcher και ήλθαν σε επαφή με τον John Cawthra το 1977. Ο Lee τού έδωσε το παρατσούκλι ‘Gypie’(κλεφτάκος). Και στο πρόσωπο του John Gypie Mayo βρήκε όχι μόνο έναν ακόμα «συνένοχο στο έγκλημα», αλλά και ένα ακόμα άτομο που θα βοηθούσε στο γράψιμο των τραγουδιών. Και πράγματι ο John συνέπραξε με στιλ στο τραγούδι που κάθε θαυμαστής των Feelgood μπορεί να αναγνωρίσει σχεδόν αμέσως – “Milk & Alcohol”. Επίσης βοήθησε σε άλλα τραγούδια όπως τα “She’s a windup”, “Take a tip”, “Every kind of vice” κ.ά. Η θετική συμμετοχή της Gibson 335 του John αναγνωρίζεται στο bluesy “Shotgun Blues”.
O Paul Du Noyer έγραψε στο NME ότι “ο ήχος της κιθάρας του John Mayo μοιάζει με την όψη του Lee Brilleaux: οξύς, φρενήρης, ασυγκράτητος, όπως αρμόζει στην πανίσχυρη Αυτού Μεγαλειότητα”. Επίσης περιέγραψε τη συνεργασία των Mayo & Brilleaux ως « στενή, σφιχτοδεμένη» αλλά και « εξισορροπημένη από τους σταθερότερους, αξιόπιστους και ρωμαλέους Sparks και Figure (John ‘Big Figure’ Martin), τη rhythm πλευρά της μπάντας, την άγκυρα της μπάντας».
Ο Gypie ομολογούσε ότι δεν είχε δει ποτέ πριν τους Feelgood σε ζωντανή εμφάνιση και έτσι δεν είχε νιώσει το βάρος της αντικατάστασης του Wilko τόσο ασήκωτο όσο φαντάζονταν οι θαυμαστές του συγκροτήματος. Πίστευε ότι ο ίδιος ήταν «πιο πολύπλευρος παίκτης », καθώς είχε παίξει ακόμα και μαντολίνο σε folk clubs, αλλά και «εξίσου rock and roll με τον Wilko». Ο Gypie υπηρέτησε επαξίως τη μπάντα, αλλά τελικά αποχώρησε και έτσι το 1981 άρχισε η αναζήτηση για ένα ακόμα νέο μέλος.
«Ζητείται ενθουσιώδης κιθαρίστας για καθιερωμένη R&B μπάντα» έλεγε η αγγελία στο Melody Maker. Την αγγελία πρόσεξαν πολλοί κιθαρίστες στην περιοχή του Blighty, ανάμεσά τους και ένας Gordon Russell και ένας Johnny Guitar (John Crippen), ο οποίος ήταν τρελός με την R&B και έπαιζε με τους Count Bishops. Τον Ιούνιο του 1981 o Johnny Guitar μπήκε στο γκρουπ και πριν από την φθινοπωρινή περιοδεία στη Μεγάλη Βρετανία οι Dr Feelgood έβγαλαν καινούργιο single, το “Waiting for a Saturday night”. Η ομάδα αντιμετώπισε προβλήματα, όταν οι Sparks και Figure αποχώρησαν το 1982 – οι ευκαιρίες για συναυλίες και για ηχογραφήσεις έγιναν πιο σπάνιες. Έτσι την άνοιξη του 1983 ο Lee Brilleaux ήταν αναγκασμένος να ξεκινήσει τη μπάντα από την αρχή.
Ο Gordon Russell άρτι αφιχθείς από τα ταξίδια του με τον Geno Washington προσχώρησε στους καινούργιους Dr Feelgood το 1983, μαζί με τον Lee, τον Phil Mitchell και για λίγο καιρό με τον Buzz Barwell, πριν αναλάβει τα ντραμς ο Kevin Morris. O Gordon έφερε στη μπάντα τη φρεσκάδα των νιάτων του και μερικά σπουδαία τραγούδια, όπως το “She’s in the middle”, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Gordon συχνά αναγκαζόταν να κατεβαίνει από τη σκηνή στο έξαλλο κοινό, προσπαθώντας να απελευθερώσει ή να ξανασυνδέσει στον ενισχυτή το καλώδιο της κιθάρας. Ο Gordon επίσης έλαβε μέρος και στις ηχογραφήσεις του Mad Man Blues.
Όταν ο Gordon αποχώρησε το 1989, ο Lee ήξερε σε ποιον έπρεπε να απευθυνθεί ώστε η μπάντα να μη μείνει για πολύ καιρό και τηλεφώνησε στον Steve Walwyn, που είχε βοηθήσει τους Feelgood και στο παρελθόν. Ακόμα μια φορά ο Lee έβγαλε σε κάποιον παρατσούκλι:τον είπε ‘Whirlwind’(ανεμοστρόβιλος). Ο Steve συνεισέφερε και στο γράψιμο των τραγουδιών , ειδικότερα στο “Instinct to Survive”, αλλά και το παίξιμό του στην κιθάρα ήταν απλά θαυμάσιο στο “Mad Man Blues” και στο τραγούδι του Will Birch που τώρα είναι γνωστό ως “ο ύμνος του Canvey Island”(“Canvey Island Anthem”), το “Down by the Jetty Blues”. Κάθε φορά που το παίζει μοιάζει να πετυχαίνει το αδύνατο και να το παίζει κάθε φορά και καλύτερα, κάνοντας ένα θαυμάσιο τραγούδι κάθε φορά ακόμα πιο εξαιρετικό! Αν οι Dr Feelgood ήταν ποδοσφαιρική ομάδα, αυτός ο κιθαρίστας δε θα έπρεπε να πουληθεί για κανένα αντίτιμο. Χρησιμοποιεί τρεις κιθάρες επί σκηνής – μια ESP Stratocaster και δυο Telecaster (του 1990 και του 1966, των χρονολογιών που η εθνική Αγγλίας κατέκτησε το Μουντιάλ.)
Οι σημερινοί Dr Feelgood αποτελούνται από τον πιο μακρόβιο στη μπάντα κιθαρίστα Steve Walwyn , τον πιο μακρόβιο στη μπάντα μπασίστα Phil Mitchell, που έγινε μέλος το 1983 αλλά αποχώρησε για κάποια χρόνια, τον πιο μακρόβιο στη μπάντα ντράμερ Kevin Morris και στα φωνητικά και στη φυσαρμόνικα τον Robert Kane.
Ακόμα ένα άλμπουμ κυκλοφόρησε το 2003.
Επίσημο Βιογραφικό των DR FEELGOOD, Grand Records- Απρίλιος 1998
Ύστερα από 20 χρόνια στην πρωτοπορία της R&B στη Βρετανία, σήμερα (Απρίλιος 1998) έχουν αρχηγό των από δεκαπενταετίας ντράμερ τους Kevin Morris και αποτελούνται από τον Steve Walwyn στην lead κιθάρα, τον P.H. Mitchell στο μπάσο και τον τραγουδιστή Pete Gage.
Οι Dr Feelgood σχηματίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ’70 στο Canvey Island, στο Essex. Με το ωμό και ασυμβίβαστο ύφος τους αποτέλεσαν μια αναζωογονητική εναλλακτική πρόταση στην κορεσμένη ροκ σκηνή της εποχής. Σήμερα η μπάντα περιοδεύει διαρκώς σε όλον τον κόσμο και απολαύει τιμής και αγάπης στις live εμφανίσεις, έχοντας θαυμαστές παντού στον κόσμο, ένα site στο Internet και τη δικιά τους δισκογραφική εταιρεία, την Grand Records.
Το live album τους “Stupidity” έφθασε στο No.1 των charts της Μεγάλης Βρετανίας και είχαν μια σειρά από επιτυχημένα singles, όπως τα She’s a Wind Up, Down at the Doctors, See You Later Alligator και Milk & Alcohol.
Το τελευταίο τους studio album τους με τον Lee Brilleaux – The Feelgood Factor – έγινε δεκτό με επαινετικές κριτικές, ανάμεσα στις οποίες και αυτή του Tony Parsons στην εφημερίδα The Daily Telegraph. Το live album του γκρουπ Down at the Doctors ηχογραφήθηκε ενώπιον κοινού λίγο πριν πεθάνει ο Lee τον Απρίλιο του 1994. Μετά την οδυνηρή απώλεια του Lee Brilleaux και μια διετή παύση από σεβασμό στη μνήμη του, η μπάντα ηχογράφησε το πρώτο album με τον Pete Gage – το On The Road Again – , ένας τίτλος που ταιριάζει απόλυτα σε μια μπάντα που το 1997 εμφανίστηκε σε 150 συναυλίες.
Το 1997, με τη συμπλήρωση 25 ετών του γκρουπ, κυκλοφόρησε ένα διπλό CD με τίτλο TWENTY FIVE YEARS OF DR FEELGOOD και εκδόθηκε ένα βιβλίο με τίτλο DOWN BY THE JETTY- The story of Dr Feelgood, του Tony Moon, από τις εκδόσεις Northdown Publishing Ltd.
Το 1998 εκτός από τις περιοδείες τους στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στην Ολλανδία, στο Βέλγιο, στη Φινλανδία, στη Νορβηγία, στη Σουηδία, στη Δανία, στην Ελβετία, στην Πορτογαλία, στην Ισπανία και στη Γαλλία, οι Dr Feelgood έπαιξαν μαζί με τους Nine Below Zero σε κάποιες από τις εμφανίσεις τους στην περιοδεία τους στη Μεγάλη Βρετανία το Νοέμβριο και το Δεκέμβριο. Στις ζωντανές εμφανίσεις τους οι Dr Feelgood παίζουν επιτυχίες από τα 19 μέχρι το 1998 album τους.
APRIL 1998 – GRAND RECORDS
FEELGOOD 2000
“READY FOR THE NEW CENTURY”
ΕΤΟΙΜΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΕΟ ΑΙΩΝΑ
Μετά το πένθος τους για την απώλεια του Lee Brilleaux, το 1995 οι Dr Feelgood, με τον αποδεκτό πια από τους θαυμαστές διάδοχό του Pete Gage, άρχισαν να επανακάμπτουν. Κυκλοφόρησαν ένα νέο άλμπουμ με τίτλο On The Road Again, έπαιξαν σε αμέτρητες συναυλίες σε όλη την Ευρώπη, έκαναν διάφορες τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εμφανίσεις. Εξάλλου, ο Pete Gage εμφανίστηκε και σόλο στη Φινλανδία και κυκλοφόρησε και ένα άλμπουμ με blues κομμάτια σε πιάνο, δείχνοντας το ταλέντο του και σ’ αυτόν τον τομέα. Κι ενώ όλα έμοιαζαν ιδανικά στο νέο ξεκίνημα των Dr Feelgood, κάποια προσωπικά προβλήματα άλλαξαν το σκηνικό. Ενώ όλα τα μέλη προσπαθούσαν να επιστρέψουν στο σημείο που όλοι τους απολάμβαναν να παίζουν ζωντανά και να ζουν μαζί, δυστυχώς τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Για να μην γίνουν μια από εκείνες τις μπάντες που συνεχίζουν να μένουν ενωμένες μόνο και μόνο για να βγάζουν χρήματα, ενώ τα μέλη τους δε μιλούν καν μεταξύ τους, για να μη χάσουν τον μεταξύ τους σεβασμό, οι Feelgoods έπρεπε να βρουν μια λύση. Αφού προβληματίστηκαν έντονα, χρειάστηκε να κυλήσει πολύ νερό στον Τάμεση πριν οι Dr Feelgood αποφασίσουν να προχωρήσουν σε μια ακόμα σημαντική αλλαγή στη σύνθεσή τους, ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν στο αρχικό, αυθεντικό πνεύμα των Feelgood.
Τότε θυμήθηκαν έναν τραγουδιστή που τους είχε εντυπωσιάσει από την πρώτη κιόλας φορά που τον είχαν δει, από τότε που ζούσε ακόμα ο Lee, όταν έπαιζαν σε φεστιβάλ με τους Animals II. Αν και γενικά η επανένωση κάποιων αρχικών μελών των Animals δεν είχε αξιοσημείωτο αντίκτυπο, ωστόσο εκείνο το γκρουπ είχε έναν τραγουδιστή με απίστευτη σκηνική παρουσία, τον Robert Kane, έναν «τρελό» πάνω στη σκηνή και έναν πραγματικά ωραίο τύπο εκτός σκηνής, που δύσκολα μπορούσε κανείς να τον περιγράψει, που έπρεπε κανείς να τον δει για να πάρει μια ιδέα. Ο Robert Kane πρόσθεσε κάτι καινούργιο στη μπάντα, κάτι διαφορετικό και εξαιρετικό, όπως ακριβώς κάθε νέο μέλος στην ιστορία της, χωρίς να προσπαθήσει καθόλου να μιμηθεί ή να υποδυθεί τον Lee Brilleaux. Πάντως, ο Robert είχε όντως κάτι κοινό με τον Lee: ισχυρή προσωπικότητα, αυτοπεποίθηση (χωρίς να είναι αλαζόνας) και πραγματικά εξαιρετικό χάρισμα, χωρίς να φιλοδοξεί να αναδειχθεί ή να μεταλλαχθεί σε «νέο Lee».
Έτσι, παρά τη δύσκολη περίοδο που πέρασαν, οι «νέοι Dr Feelgood» κατάφεραν και πάλι να ξαναβρούν το αυθεντικό πνεύμα του, να συνεχίσουν αυτό που τους έκανε πάντα τόσο ξεχωριστούς, ότι ήταν μια ομάδα μουσικών που έμεναν ενωμένοι σε ό,τι έκαναν χωρίς να δίνουν σημασία στο τι έλεγαν οι άλλοι. Έτσι, το Down at the Doctors έκανε τους θαυμαστές αλλά και τους ίδιους τους Dr Feelgood να …νιώθουν καλά, όλη νύχτα και όλη μέρα, καθώς κάθε μέλος της μπάντας συνεισέφερε τη μοναδική του προσωπικότητα και το ιδιαίτερο μουσικό του ταλέντο. Έτσι, η μπάντα που επιβίωσε μετά την αποχώρηση του μοναδικού Wilko Johnson, των σπουδαίων Big Figure & Sparko, ενός από τα μεγαλύτερα ταλέντα στην κιθάρα, του Gypie Mayo, αλλά και την απώλεια του ενός και μοναδικού Lee Brilleaux, μετά την αποχώρηση του Pete Gage, με νέο τραγουδιστή πια τον Robert Kane, αυτή η ξεχωριστή μπάντα, προετοιμαζόταν πια να προχωρήσει στον 21ο αιώνα.
Kevin Morris – Phil Mitchell – Robert Kane – Steve Walwyn
Drums- Bassguitar – Vocals+Harmonica – Guitar
2001
Ο Robert Kane, που προσέθετε ακόμα και σε κλασικά τραγούδια των Animals το δικό του προσωπικό στιλ, πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο, καθώς ο Eric Burdon πάντα ήταν και ακόμα είναι ένας ξεχωριστός τραγουδιστής, από την αρχή έδειξε ότι αγαπούσε αυτό που έκανε και απολάμβανε να τραγουδάει τις παλιές και καινούργιες επιτυχίες των Feelgood. Έφερε ένα φρέσκο αέρα στη μπάντα, ήταν πραγματική απόλαυση να τον βλέπει κανείς στη σκηνή. Όχι μόνο τράβηξε την προσοχή του κοινού, αλλά και έφερε χαρά στα υπόλοιπα μέλη, κανείς δε μπορούσε να προβλέψει τι θα έκανε στη συνέχεια, ένας ολότελα καλός τρελός τύπος, που φαινόταν να υιοθετεί τη βασική αρχή των Feelgood: « Το μόνο που θέλουμε είναι το κοινό και η μπάντα να περνάμε καλά.»
Robert Kane
- Γεννήθηκε στο Sunderland στις 6 Δεκεμβρίου 1954, είναι της ίδιας γενιάς με τα άλλα μέλη της μπάντας, αν και ο Phil Mitchell ανησυχεί που είναι πια ο μεγαλύτερος της μπάντας, ενώ ο Steve Walwyn είναι ακόμα ο νεότερος.
- Υπήρξε ηθοποιός με το ψευδώνυμο Robert Coyle, έπαιξε στο ‘Spender’ με τον Jimmy Nail, ενώ δούλεψε και στο θέατρο.
- Ζει στο βορρά της Μεγάλης Βρετανίας, στο Sunderland.
- Έπαιξε στα συγκροτήματα: Mania, The Showbiz Kids (1976 – που έπαιζαν και τα “Down At The Doctors” και “Milk & Alcohol” ), Well Well Well (1981), The Alligators (1989 – που είχαν πάρει το όνομά τους από την εκτέλεση των Feelgoods του “See You Later Alligator”) και The Animals II (1994-July 1999) πριν ενταχθεί στους Dr Feelgood τον Αύγουστο του 1999.
- Έκανε την πρώτη του εμφάνιση με τους Dr Feelgood ενώπιον 20.000 θεατών σε φεστιβάλ στη Γαλλία στις 14 Αυγούστου 1999.
- Κάνει μαθήματα κιθάρας, (για να μπορεί να μάθει κάποια κόλπα από το Steve Walwyn).
- Θεωρεί τους Beatles ως βασική μουσική επιρροή του, είναι πιστός θαυμαστής τους, λατρεύει τον John Lennon.
- Πάντα ήταν θαυμαστής των Dr Feelgood, με αγαπημένα τραγούδια τα παλαιότερα, όπως το ‘Roxette’, το ‘Back In The Night’ και ‘Down At The Doctors’.
- Είναι φυτοφάγος.
- Κάνει γιόγκα και του αρέσει το τρέξιμο (πώς αλλιώς θα μπορούσε να πηδά έτσι στη σκηνή;)
- Του αρέσει να πίνει κόκκινο κρασί και μαύρο τσάι με μέλι.
- Του αρέσουν τα καλά αστεία.
- Στη σκηνή φορά αθλητικά παπούτσια και μαύρα γυαλιά, όχι γραβάτες.
- Είναι ποδοσφαιρόφιλος, φυσικά φίλαθλος της Σάντερλαντ.
- Είναι ο πρώτος ξανθομάλλης των Dr Feelgood.
- Έχει αρχίσει να παίζει φυσαρμόνικα από τότε που εντάχθηκε στους Dr Feelgood
Ιστορία της μπάντας
Ο Dennis Greaves ηγείται της μπάντας, παίζοντας κιθάρα και τραγουδώντας καλύτερα από κάθε άλλη εποχή στην καριέρα του, μια προσωπικότητα που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ‘θρύλος σε αναμονή’! Το ρυθμό δίνουν οι εξαιρετικοί Gerry McAvoy και Brendan O’Neill, που προκαλούν καταιγίδα! Ο Gerry είναι ένας υποδειγματικός μπασίστας, που πέρασε 15 χρόνια δουλεύοντας για τον Rory Gallagher , όπως βέβαια και ο Brendan, στα ντραμς για 10 χρόνια. Και σ’ αυτή τη δυνατή δόση ρυθμού προστίθεται η μοναδική φυσαρμόνικα του Mark Feltham. Από τον Ιανουάριο του 2001 ο Mark έχει επιστρέψει και παίζει με τους Nine Below Zero. Όπως θα ξέρουν όσοι γνωρίζουν την ιστορία της μπάντας, ο Mark μαζί με τον Dennis υπήρξαν τα ιδρυτικά μέλη του συγκροτήματος. Στα live, αυτός ο συνδυασμός είναι ‘θανατηφόρος’, παρουσιάζοντας με εξαιρετική ένταση και καθαρότητα τον ήχο R&B σε πολλές διάσημες σκηνές. Δεν είναι ασυνήθιστο για τη μπάντα να ‘ξεπουλάει’ σε μεγάλα κλαμπ μια βδομάδα πριν από την παράσταση.
«Οι ΝΒΖ είναι εξαιρετικοί στα live, δουλεύουν τόσο σκληρά! Το κοινό συχνά γυρίζει σπίτι τόσο χορτασμένο αλλά και εξαντλημένο όσο και η μπάντα!», λέει ο Andrew Zweck , ένας από τους κορυφαίους διαφημιστές- μάνατζερ της Harvey Goldsmith Ents. Έτσι έχουν ‘σφυρηλατήσει’ πολύ αξιόπιστα το κύρος τους στο χώρο, κατέχοντας μια θέση στην οποία θα διατηρηθούν για πολύ καιρό ακόμα. Γιατί ποιος άλλος παίζει τόσο καλά; Και τόσο συχνά μάλιστα; Οι ΝΒΖ είναι η πιο ζωντανή εναλλακτική στην Alternative, μια μπάντα που είναι φτιαγμένη για να παίζει οπωσδήποτε, μια μπάντα με το δικό της ξεχωριστό, αυθεντικό ήχο, με βαθιά κατανόηση των μουσικών καταβολών της. Οι ΝΒΖ έχουν μια ακάματη διάθεση να παίζουν μουσική, δεν έχουν λόγους να μετανιώνουν, δε χρειάζονται δικαιολογίες, δεν παίζουν αηδίες.
Σχηματίσθηκαν το 1977 στο Νότιο Λονδίνο και κέρδισαν τη θέση τους στο κύκλωμα του κέντρου του Λονδίνου δυο χρόνια αργότερα, κάνοντας δυναμικές εμφανίσεις σε συνήθως αδιάφορα μέρη όπως το Dingwalls, The Music Machine και The Rock Garden, παρουσιάζοντας έναν καταιγισμό από Blues και R&B. Ξαφνικά ξαναζούσε η παλιά Blues! Και ξαναζούσε δυναμικά! Υπήρχε ενέργεια, υπήρχε αυθορμητισμός, υπήρχε ενθουσιασμός υπήρχαν … οι Nine Below Zero!
Καθώς η μπάντα ξεκινούσε για ένα τρομακτικά έντονο πρόγραμμα εμφανίσεων, ο ενθουσιασμός γι’ αυτούς μεγάλωνε, το όνομά τους διαδιδόταν από στόμα σε στόμα σε όλη τη Βρετανία και από το κανάλι της Μάγχης περνούσε στην Ευρώπη και ακόμα παραπέρα. Άνθρωποι όπως οι Canned Heat , οι Dr Feelgood και οι The Blues Band ρωτούσαν να μάθουν για τους ΝΒΖ, τους πρόσφεραν την υποστήριξή τους και έτσι η φήμη τους εξαπλωνόταν. Με τον ίδιο ρυθμό μεγάλωνε και το κοινό που τους παρακολουθούσε, μέχρι που έφθασαν να γίνουν δικαιωματικά μια μπάντα που ήταν το πρώτο όνομα στις παραστάσεις και στα φεστιβάλ όπου εμφανίζονταν.
Καθώς ο καιρός περνούσε, σύντομα έγινε ξεκάθαρο ότι η γεμάτη ενέργεια εκτέλεση διασκευών, που έκαναν εκείνη την περίοδο, ήταν απλά η αφετηρία για την ανάδειξη των δικών τους ιδεών, για έναν παλλόμενο και στιβαρό ήχο που τελικά ήταν αναμφισβήτητα ο δικός τους προσωπικός ήχος.
Η όλη ιστορία άρχισε με τον Dennis Greaves, που από τότε που ήταν εννιά χρονών ήταν ήδη εξοικειωμένος με μουσικούς όπως ο John Mayall και ο B.B. King, μέσω μιας συλλογής δίσκων του θείου του. Το ενδιαφέρον του μεγάλωνε και μέχρι την τελευταία του χρονιά στο σχολείο είχε μια bass guitar έναν ενισχυτή. Και με τον καιρό άρχισε να αφοσιώνεται στην ‘Rock n Roll’ παράδοση. « Το διάβασμα για το σχολείο απλά σταμάτησε… Καθόμουνα συνέχεια στην αίθουσα μουσικής και προσπαθούσα να παίξω όλα αυτά τα πράγματα.»
Η επιμονή του απέδωσε και ο Dennis έφτιαξε ένα γκρουπ με κάποιους φίλους του, άρχισε να παίζει lead guitar και να ‘κάνει πολύ θόρυβο’! Πάντως όσο καιρό έπαιζαν μαζί, έκαναν μόνο μια εμφάνιση, κι αυτή ήταν σε μια γαμήλια δεξίωση!
Η επόμενη μπάντα του τα πήγε λίγο καλύτερα, καθώς έκλεισαν κάποιες εμφανίσεις σε pub. Αλλά το να παίζουν διαρκώς και αποκλειστικά Bad Company και Led Zeppelin δεν αρκούσε στον Dennis, κι έτσι έφυγε παίρνοντας μαζί του και το μπασίστα Pete Clark. Μαζί αποφάσισαν να φτιάξουν μια μπάντα για να παίζουν τη μουσική που τους άρεσε περισσότερο, τη μουσική της καρδιάς τους. Επιστράτευσαν ένα συμμαθητή τους, τον Kenny Bradley στα ντραμς , καθώς και έναν από τους καθηγητές τους στα φωνητικά, ο οποίος όμως αποσύρθηκε λίγο αργότερα.
Χρειάζονταν ακόμα κάποιον που να παίζει φυσαρμόνικα και κάποιος έδωσε στον Dennis το τηλέφωνο ενός τύπου που λεγόταν Mark Feltham. Έτσι του τηλεφώνησε και ανακάλυψε ότι έμεναν λίγα σπίτια μακριά ο ένας από τον άλλο στο Tulse Hill. Κανόνισαν να κάνουν μια δοκιμή κι έτσι ο Mark, που μέχρι τότε έπαιζε μόνο στο δωμάτιό του, έγινε αμέσως δεκτός στους ‘Stans Blues Band’ .
Αυτή ήταν η μπάντα που θα εξελισσόταν μετέπειτα στους Nine Below Zero .
Ήταν το 1977 και η punk επικρατούσε, αλλά η μπάντα δεν είχε καμιά διάθεση να υποκύψει στη μόδα της εποχής, αν και οι δισκογραφικές εταιρείες έσπευδαν να υπογράψουν συμβόλαιο με ο,τιδήποτε έβρισκαν με αγκαθωτά μαλλιά και καρφιά. Οι Stans Blues Band ήθελαν να τα καταφέρουν με το δικό τους τρόπο, χωρίς συμβιβασμούς. Κατά κάποιον ειρωνικό τρόπο το πνεύμα της punk είχε και τις ευεργετικές του επιδράσεις, καθώς ο Dennis χαλιναγώγησε την ασυγκράτητη ενέργεια της εποχής μετουσιώνοντάς την στη μουσική των Stans Blues Band. Κι έτσι το να πει κανείς ότι έπαιζαν New Wave R&B δεν θα ήταν μακριά από την αλήθεια.
Αυτό είχε ως συνέπεια να γίνουν αποδεκτοί από ορισμένους κύκλους του punk κοινού και από τις πρώτες κιόλας μέρες τους να είναι περιζήτητοι στην περιοχή τους. Άρχισαν να παίζουν σε τακτική βάση σε παμπ όπως το ‘Thomas A Beckett’ στην Old Kent Road, στο ‘Apples and Pears’ στο Bermondsey και στο ‘Clock House’ στο Clapham. Ήταν μια εποχή μαθητείας.
Η πρώτη πραγματική υπέρβασή τος έγινε όταν το Dingwalls τους προσέφερε μια ζωντανή εμφάνιση τον Ιανουάριο του 1979, καθώς εντυπωσιάστηκαν από μια κασέτα που η μπάντα είχε ηχογραφήσει και είχε στείλει σε διάφορα μέρη με επιρροή. Από τότε οι Stans Blues Band έπαιζαν σε όλα τα σημαντικά μέρη στο Λονδίνο. Και περίπου στο τέλος εκείνης της χρονιάς τούς συνέβη το πιο σημαντικό γεγονός. Ένας μουσικός που ονομαζόταν Mickey Modern μπήκε στο’Thomas A Beckett’, τους είδε και τους λάτρεψε και αμέσως αποφάσισε να τους αναλάβει ως μάνατζερ. Κορεσμένος από τη δικιά του καριέρα στη δισκογραφία, είδε στην ενασχόληση με το μανατζάρισμα την ευκαιρία να είναι δημιουργικός με έναν καινούργιο και συναρπαστικό τρόπο.
Σωστά σκεπτόμενος, τους έπεισε να σταματήσουν να αυτοαποκαλούνται ‘Stans Blues Band’ και να γίνουν οι ‘Nine Below Zero’ , ένα όνομα που έφερε το blues άρωμα που ο Dennis επιθυμούσε διακαώς να διαφυλάξει. Μέσα σε λίγες βδομάδες ο Mickey κατάφερε να τους βάλει στο studio για την ηχογράφηση ενός demo που περιελάμβανε τέσσερα τραγούδια και που θα γίνονταν δίσκος με τη νέα χρονιά στο EP ‘Pack Fair and Square’ . Τους έκλεισε μια συμφωνία για ηχογραφήσεις με την A&M Records, η οποία κυκλοφόρησε το ΕΡ μόνη της, αφού πρώτα οι αρχικοί 3000 δίσκοι που είχαν εκδοθεί από τη μπάντα ξεπούλησαν!(Οι αρχικοί 3000 δίσκοι κυκλοφόρησαν από την προσωπική label του Mickey, μέσω της Α&M Records, που ονομαζόταν M&L Records- αν κάποιος έχει ακόμα ένα από εκείνα τα κομμάτια, ας το κρατήσει σε πολύ ασφαλές μέρος, αξίζει μια περιουσία!)
Ο Mickey απαίτησε να παίζουν περισσότερα live και έτσι τα μέλη της μπάντας αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πρωινές τους δουλειές και να αρχίσουν να παίζουν σε κάθε συναυλία που μπορούσαν, επτά βραδιές την εβδομάδα, για συνεχόμενες εβδομάδες. Κατά αρκετά παράξενο τρόπο, χωρίς να έχουν κάνει δίσκο με hit, τα τραγούδια από το ΕΡ παίζονταν σχεδόν κάθε μέρα επί εβδομάδες, βάζοντας τους ΝΒΖ για τα καλά στο χάρτη. Όλη αυτή η κατάσταση πραγματικά ξάφνιασε την Α&Μ. Ο Derek Green ( τότε Γενικός Διευθυντής της A&M) είπε: « Η δημοσιότητα που κέρδισε η μπάντα ποτέ δεν μεταφράστηκε σε πραγματικές πωλήσεις. Ακόμα και τώρα δε μπορώ να εξηγήσω γιατί.»
Το Μάρτιο του 1980 ο Mickey ‘Stix’ Burkey εγκατέλειψε την πρωινή του δουλειά και κάθησε πίσω από τα ντραμς για να αντικαταστήσει τον Kenny Bradley, που έβρισκε τις αυξανόμενες απαιτήσεις των ΝΒΖ υπερβολικά βαριές. Ο Stix ήξερε τη μπάντα, καθώς στο παρελθόν είχε παίξει ως support μαζί τους με ένα γκρουπ που ονομαζόταν ‘ Spoof Order ‘. « Όταν τους είδα πρώτη φορά σκέφτηκα ότι θα ήθελα να παίζω στους ΝΒΖ», θυμάται. Μια ευτυχής έκβαση των πραγμάτων.
Η μπάντα έφθασε σε ακόμα ένα ορόσημο στην ιστορία της στις 16 Ιουλίου 1980, όταν ηχογράφησαν το πρώτο τους album ‘Live at the Marquee’, μια συναρπαστική και ζωντανή απεικόνιση της μπάντας όπως ήταν εκείνη την περίοδο. (Σε παραγωγή του Mickey, ακόμα και σήμερα πουλάει σταθερά και ζητιέται από ανθρώπους σε όλη την Ευρώπη.) Κι έτσι ξεκίνησαν περιοδεία για να προωθήσουν το album τους.
Τρεις μήνες αργότερα, ήταν το πρώτο όνομα στο Hammersmith Odeon με special guest τον Alexis Korner. Ολόκληρο το 1980 η μπάντα περιόδευε διαρκώς και αδιάκοπα, θυμούνται ότι είχαν μόνο μια βδομάδα κενή, αλλά ο ατέλειωτος, σκληρός και επίπονος μόχθος τους απέδιδε και η συνεχόμενη πρόοδός τους γινόταν ξεκάθαρα εμφανής. Τον Ιανουάριο του 1981 έκλεισαν ηχογράφηση για το δεύτερο album τους, το ‘Don’t point your finger’ – το πρώτο τους studio album, που αποτέλεσε τεράστια πρόοδο.
Περιείχε εννιά τραγούδια που είχαν γραφτεί από τα μέλη της μπάντας, ενώ στο ντεμπούτο τους τέτοια ήταν μόνο τρία. Συνδύαζε τραγούδια ‘πιστών’, παραδοσιακών blues μαζί με διάφορες άλλες συνθέσεις με ποικίλα χαρακτηριστικά, αξιοσημείωτο το ‘ You can’t please all the People all the Time’ , ένα δυνατό τραγούδι με μεταδοτικό ρεφρέν που έδινε μια γεύση από πράγματα που επρόκειτο να ακολουθήσουν. Ο Derek Green έφερε και τον Glyn Johns ( με τη φήμη που τον ακολουθούσε από τη συνεργασία του με τους Led Zeppelin και τους Rolling Stones ) που εκείνη την περίοδο ήταν παραγωγός- staff producer.
Ο Glyn έκανε θαυμάσια δουλειά στο album. Σε δώδεκα μέρες είχε τελειώσει και κυκλοφόρησε μέσα σε δύο μήνες. Το album μπήκε στα charts δύο φορές, παραμένοντας εκεί συνολικά για περίπου πέντε εβδομάδες. Μέσω του Glyn η μπάντα έγινε γνωστή στους The Who και ο Kenney Jones ήλθε στο studio. Του άρεσε ό,τι άκουσε και αμέσως ζήτησε από τον Pete Townsend να δώσει στους ΝΒΖ το ρόλο του support συγκροτήματος στην περιοδεία των The Who. Το ίδιο συνέβη και με τον Ray Davies και έτσι ακολούθησαν τους The Kinks σε περιοδεία.
Στην αναζήτησή τους για τη μουσική τελειότητα, οι ΝΒΖ αποφάσισαν να ψάξουν έναν καινούργιο μπασίστα και με μεγάλη λύπη τους αναγκάστηκαν να αποχαιρετίσουν τον Pete Clark τον Ιούνιο του 1981 και να ξεκινήσουν audition για να βρουν τον κατάλληλο αντικαταστάτη ανάμεσα σε 50 υποψηφίους. Ο Brian Bethall ήταν ο δεύτερος από αυτούς και από την αρχή ήξεραν ότι θα επέστρεφαν σ’ αυτόν για να του κάνουν προσφορά, εντυπωσιασμένοι αρχικά από το γεγονός ότι δεν έμοιαζε με μουσικό και έπειτα από το γεμάτο αυτοπεποίθηση και φαντασία παίξιμό του. Εκείνη ήταν μια χρονιά πυκνή σε γεγονότα για τη μπάντα. Τα μέλη της μπάντας ήταν ακόμα στην ηλικία των 20 και κάτι και ήταν γεμάτοι ενθουσιασμό και κέφι. Είχαν κάνει εμφανίσεις στο ‘Old Grey Whistle Test’ , στο ‘South Bank Show’ και προχώρησαν ακόμα περισσότερο με τη θρυλική τους εμφάνιση στο πρώτο – πρώτο‘ Young Ones ‘ . Με τις περγαμηνές των support στους The Who και στους The Kinks, η μπάντα αποδείκνυε ξεκάθαρα ότι ανήκαν ανάμεσα στους καλύτερους.
Οι Nine Below Zero ηχογράφησαν ένα album στο studio του Glyn John στο West Sussex, αλλά ο Glyn δεν τους άφηνε να διανυκτερεύουν εκεί και έτσι ήταν αναγκασμένοι να οδηγούν 100 μίλια τη μέρα. Αυτό το γεγονός είχε επίπτωση στη σχέση τους με τον Glyn και έτσι τα πράγματα ποτέ δεν κύλησαν ομαλά και τελικά το album αναβλήθηκε επ’ αόριστον. Έτσι, το ‘11+11’ είχε γραφτεί ως ένας ‘επιτάφιος’ εκείνη την περίοδο και επανηχογραφήθηκε αργότερα.
Το ‘Third Degree’ ήταν ίσως το πιο υποτιμημένο album που έκαναν ποτέ οι ΝΒΖ. Περιείχε το κλασικό ‘11+11’ και έγινε σε παραγωγή του Simon Boswell, που είχε παίξει πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτήν την καμπή της μπάντας. Το ‘11+11’ θα μπορούσε να είχε γίνει μια τεράστια επιτυχία, αλλά κατά κάποιον περίεργο τρόπο είτε έπεσε σε λάθος εποχή είτε απλά αδικήθηκε από την τύχη. Η απογοήτευση ήταν ένα μεγάλο πλήγμα και οδήγησε στη διάλυση της μπάντας.
Ο Dennis εντάχθηκε στους ‘The Truth’ μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’80 και ο Mark, έχοντας κερδίσει μεγάλη φήμη και κύρος άρχισε να παίζει για ηχογραφήσεις και γρήγορα καθιερώθηκε δίπλα στον Rory Gallagher. O Brian συνέχισε να παίζει και τελικά βρέθηκε στους ‘Blow Monkeys’. Ο Stix κατέληξε να ασχολείται με το management και με την ενοικίαση εξοπλισμού.
Έχουμε φθάσει στο 1990 και αφού από διάφορες πλευρές καταβλήθηκε μεγάλη προσπάθεια να πεισθούν, ανακοινώνεται μια συναυλία για τη 10η επέτειό τους στο Town and Country Club τον Οκτώβριο. Ανέμιζε ακόμα η σημαία των ΝΒΖ; Τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν και ανακοινώθηκε και δεύτερη συναυλία. Ο Gerry McAvoy και ο Brendan O’Neill αποχωρούσαν από τη μπάντα του Rory Gallagher και σκόπευαν να σχηματίσουν τη δικιά τους αλλά έμαθαν από τον Mark Feltham ότι o Dennis δοκίμαζε ντράμερς και μπασίστες για τους νέους ΝΒΖ. Έτσι κανονίστηκε μια δοκιμή και όλα πήγαν μια χαρά. Όσοι παραβρέθηκαν στο ασφυκτικά γεμάτο Town and Country Club έγιναν και πάλι μάρτυρες της ίδιας ενέργειας, του ίδιου ενθουσιασμού και του ίδιου ζήλου που τους είχε συναρπάσει μια δεκαετία νωρίτερα. Οι ΝΒΖ είχαν επιστρέψει και το κοινό τους καλωσόριζε με ανοιχτές τις αγκάλες.
Ακολούθησε μια μικρή περιοδεία το Δεκέμβριο που τους έφερε εκτός Λονδίνου και που απέδειξε στα μέλη της μπάντας ότι ήταν περιζήτητοι σε όλη τη χώρα. Την ίδια εποχή ο Derek Green , που τότε ήταν στην China Records, ήλθε, είδε και θέλησε να εμπλακεί. Στις αρχές του 1991 έκαναν demo για πέντε τραγούδια και τα έπαιξαν στην China Records. Η China Records τα ενέκρινε και το ‘On the Road Again’, ένας δίσκος με εύστοχο τίτλο με νόημα, ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1991. Οι περιοδείες συνεχίστηκαν καθιερώνοντας τους ΝΒΖ και πάλι στο Ηνωμένο Βασίλειο και προσφέροντάς τους μεγάλο σεβασμό σε όλη την Ευρώπη. Η μία περιοδεία ακολουθούσε την άλλη το 1991. Οι ΝΒΖ είχαν επιστρέψει.
Στις αρχές του 1992 με θλίψη αποχαιρέτισαν τον Mark, που αναγκάστηκε να αποχωρίσει λόγω προβλημάτων υγείας. Αλλά γρήγορα το κενό στη φυσαρμόνικα καλύφθηκε από τον Alan Glen. Πρωτοέγινε γνωστός το 1985, όταν κέρδισε το Hohner Harmonica Player of the Year. Ο Alan είχε παίξει επίσης με τους B.B King , Johnny Winter και Albert Collins. Έτσι συνεχίστηκαν οι περιοδείες και κυκλοφόρησε ακόμα ένα album που ονομάστηκε ‘Off the Hook’ , και πάλι από την China Records, κερδίζοντας διθυραμβικές κριτικές. Έπειτα έπαιξαν support στον Sting στην ευρωπαϊκή του περιοδεία το 1993. Τα πράγματα πήγαιναν πολύ καλά.
Τι χρονιά ήταν το 1994 για τους ΝΒΖ! Γεμάτο πρόγραμμα συναυλιών και καλές πωλήσεις δίσκων. Αλλά δεν είχαν υποψιαστεί ότι η φήμη τους είχε φτάσει στα αυτιά του Eric Clapton και ότι του άρεσε η μουσική τους. Ξαφνικά προσκλήθηκαν να βρεθούν δίπλα στον Eric στο Royal Albert Hall και να παίξουν και τις δώδεκα βραδιές προκαλώντας ‘καταιγίδα’! Μια από εκείνες τις βραδιές ανάμεσα στο κοινό βρισκόταν ο Sting. Ενθουσιάστηκε τόσο πολύ με τη μπάντα που τους αγόρασε! Εκείνη τη νύχτα υπέγραψε με τους ΝΒΖ για την νεοϊδρυθείσα δισκογραφική του εταιρεία Panagea Records που είχε διανομή από την A&M. Με σύντομες και ξεκάθαρες συζητήσεις ο Ray Davies , από πολύ καιρό θαυμαστής των NBZ τούς έκλεισε για την περιοδεία του στη Βρετανία που περιελάμβανε και το Wembley Arena. Ο Brian May έδωσε έξι παραστάσεις σε ολόκληρη τη Βρετανία στη σόλο περιοδεία του.
Ο Οκτώβριος και ο Νοέμβριος του 1994 βρήκαν τη μπάντα να δίνει συναυλίες σε ολόκληρη την Αμερική και στον Καναδά μαζί με την Allanah Miles και τον Alvin Lee για την προώθηση του album τους στις ΗΠΑ ‘Hot Music for A Cold Night’. To 1995 o Alan Glen αποχώρησε από τη μπάντα, εξαιτίας των δυσβάσταχτων υποχρεώσεων για περιοδείες, και η θέση του καλύφθηκε από τον Billy Boy από την Ιρλανδία , που είχε παίξει μαζί τους σε μια από τις εκεί εμφανίσεις τους. Το Μάρτιο του 1996 κυκλοφόρησε το επόμενο album ‘Ice Staion Zero’ , με τραγούδια που γράφτηκαν από κοινού από τους Nik Kershaw και Russ Ballard και με θαυμάσια τραγούδια R&B γραμμένα από τη μπάντα. Εκείνο το album ήταν ό,τι καλύτερο είχαν κάνει μέχρι εκείνου του σημείου. Αργότερα εκείνη τη χρονιά έλαβαν μια πρόσκληση από τον Bruce Willis να παίξουν μαζί του στο Planet Hollywood στο Λονδίνο, γεγονός που εξελίχθηκε σε τρομερή εμπειρία.
Το 1996 τους βρήκε να περιοδεύουν συνεχώς μαζί με τον Billy, για να τον βοηθήσουν να προσαρμοστεί στο ρυθμό εργασίας που απαιτείται από τους Nine Below Zero. Ήταν το πρώτο όνομα σε πολλά φεστιβάλ στην Ευρώπη και τελικά εκείνο το καλοκαίρι είχαν την ευκαιρία να είναι το πρώτο όνομα στο Colne British Blues Festival.
Το 1997 η μπάντα έφτιαξε τη δική της δισκογραφική εταιρεία, την Zed Records, και η πρώτη τους έκδοση ήταν το album ‘Covers’, που είχε τέσσερα εξώφυλλα με δύο όψεις, και όχι διασκευές τραγουδιών όπως πολλοί νόμισαν(cover:εξώφυλλο/ μτφ.διασκευή). Εκείνο το album έτυχε θετικών κριτικών και ο Dennis έδωσε και συνεντεύξεις σε περιοδικά για κιθαρίστες. Το 1998 άρχισε κάπως περίεργα, με μια περιοδεία στο Μπαγκλαντές, σε συνεργασία με το Βρετανικό Συμβούλιο, μια εμπειρία ιδιαίτερα διαφωτιστική. Τα μέλη της μπάντας εκπλήρωσαν το καθήκον τους ως πρεσβευτών και εκπροσώπων της blues με επιτυχία και έκαναν πολλές φιλίες. Ακόμα και στη Dacca άνθρωποι ήθελαν να μάθουν πώς να παίζουν Hideaway σαν τον Freddy King. Την ίδια χρονιά η μπάντα άρχισε να δουλεύει πάνω στο album ‘Refrigerator’, και έκανε ένα single για την πρώτη Εθνική Μέρα του Κάρυ μαζί με έναν Ινδό καλλιτέχνη που ονομαζόταν Bappi Lahri.
Το 1999 η μπάντα διαπραγματεύτηκε με επιτυχία με την A&M Records την εξασφάλιση άδειας για την επανακυκλοφορία από τη Zed Records παλαιότερων δίσκων τους. Αποκορύφωμα ήταν η κυκλοφορία του ‘Live at the Marquee’ σε CD για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 1999. Επίσης, τελείωσαν την ηχογράφηση και τη μίξη του album‘Refrigerator’. Έτσι φθάνουμε στην κυκλοφορία του τον Ιανουάριο του 2000 και σε μια χρονιά γεμάτη περιοδείες για την προώθηση του album, που έχει έντεκα τραγούδια γραμμένα από τη μπάντα και έχει κερδίσει επαινετική κριτική από το Mojo Magazine. Επίσης το 2000 γιόρτασαν την 20η επέτειό τους από το Live at the Marquee στο Thomas a Beckett, όπου άρχισαν την καριέρα τους. Ο Mark Feltham έπαιξε και τις δυο βραδιές και ήταν συγκλονιστικός, γεμάτος ενέργεια.
Το ‘Don’t Point Your Finger’ κυκλοφόρησε το Σεπτέμβριο του 2000 και το ‘Third Degree’ στις αρχές του 2001. Έτσι ολοκληρώνεται η έκδοση σε CD της δουλειάς των ΝΒΖ στα χρόνια της A&M και φθάνουμε πια στο παρόν, με περισσότερες περιοδείες και κυκλοφορίες από τη Zed Records.
2001 και ο Mark Feltham ξαναεντάσσεται στους Nine Below Zero μετά την επιτυχία των συναυλιών στο Thomas a Beckett στο Λονδίνο. Η παλιά μπάντα είναι και πάλι μαζί και αρχίζουν νέες περιοδείες για συναυλίες, εμφανίσεις σε φεστιβάλ, συνεντεύξεις σε ραδιοφωνικούς σταθμούς κτλ. Οι ΝΒΖ δούλευαν ασταμάτητα για το μεγαλύτερο διάστημα των επόμενων δεκαεπτά μηνών, όταν και αποφασίστηκε ότι έπρεπε να κυκλοφορήσει ένα ολοκαίνουργιο DVD με live εμφανίσεις της μπάντας. Κι έτσι το Μάιο του 2002 το DVD ‘ON THE ROAD AGAIN’ γυρίστηκε στο Wilbarston στην Αγγλία. Συνεντεύξεις και μια δίωρη συναυλία καταγραφόταν πια για πάντα σε σελιλόιντ.
Η μπάντα είχε από παλιά αφήσει να φανεί ότι δελεαζόταν από την ιδέα κάποια μέρα να κυκλοφορήσει ένας ακουστικός δίσκος, κάποιου είδους UNPLUGGED Nine Below Zero. Έτσι, ξεκίνησαν για το Hampshire της Αγγλίας για να ηχογραφήσουν τον θαυμάσιο δίσκο CHILLED. Ο δίσκος έγινε σε δύο εβδομάδες σε παραγωγή των ΝΒΖ και του Stephen Smith.
Ο Paul McCartney και ο κιθαρίστας των Pretenders Robbie McIntosh πρόσθεσαν το παίξιμο τους στην blues κιθάρα του Dennis Greaves που έμοιαζε με λυγμό.
Οι Nine Below έπειτα ξεκίνησαν για το γύρο της Ευρώπης, για να φέρουν το CHILLED στον κόσμο, και διθυραμβικές κριτικές τους συνόδεψαν στο εξαντλητικό πρόγραμμα περιοδειών τους.
Το 2004 ήταν μια μεγάλη χρονιά για τα μέλη της μπάντας, καθώς εκπλήρωσαν το όνειρό τους να παίξουν σε ένα από τα μεγαλύτερα blues φεστιβάλ της Ευρώπης, το PISTOIA BLUES, στην Ιταλία. Ο Dennis και ο John Mayall είχαν την ευκαιρία να πιάσουν κουβεντούλα στα παρασκήνια, με τον Alvin Lee και τον Steve Winwood, ενώ ο Santana ήταν το πρώτο όνομα της επόμενης βραδιάς.
Οι NBZ επρόκειτο να ξανασυναντηθούν αργότερα με τον Mayall στη Γαλλία στο φεστιβάλ blues BANGOL .
Ακόμα ένα σχέδιο έπρεπε να ολοκληρωθεί πριν από το 2005 και αυτό ήταν ένας δίσκος blues όπου τα μέλη της μπάντας κυριολεκτικά ‘έβγαζαν το καπέλο τους’ σε κάποιους από τους μεγάλους blues καλλιτέχνες που είχαν αγαπήσει.
Ο δίσκος ηχογραφήθηκε στα studios KONK του Λονδίνου, ιδιοκτησίας του Ray Davies των KINKS, ο οποίος περνούσε τακτικά για να δει τον παλιόφιλό του Dennis και για να δει πώς πήγαινε η δουλειά.
Ο δίσκος ονομάστηκε εύστοχα ‘HATS OFF’ και για μια ακόμη φορά η μπάντα ξεκίνησε για παραστάσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη, με τη σύμπραξη των Ben Waters και Pete Wingfield.
2005…και ένα από τα highlights της χρονιάς ήταν η παράσταση στο 100 club στην Oxford street στο Λονδίνο, όπου τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν δύο φορές. Ο Pete Wingfield με τη φήμη από τη συνεργασία με τους EVERLY BROTHERS και τον ALBERT LEE έγινε τόσο καλός φίλος της μπάντας που είναι κατά κάποιον τρόπο το 5ο μέλος πια, όταν η κατάσταση δικαιολογεί blues πιάνο.
Οι ΝΒΖ ταξίδεψαν στη Σερβία, στη Σλοβενία, στα Σκόπια και στην Κροατία το 2005, για να πάνε τα blues σε μέρη που είχαν υποστεί μακρά περίοδο οικονομικής ύφεσης ύστερα από έναν μακροχρόνιο και επώδυνο πόλεμο. Οι NBZ απέκτησαν πολλούς φίλους στα κράτη της Βαλτικής το 2005 και είναι πια αληθινά διεθνείς, περισσότερο απ’ όσο θα φαντάζονταν ποτέ.
Ο Adam Nussbaum μεγάλωσε στο Norwalk Connecticut και άρχισε να παίζει ντραμς στα 12 , αφού είχε σπουδάσει πιάνο για 5 χρόνια , ενώ ως έφηβος έπαιζε επίσης και μπάσο και σαξόφωνο. Μετακόμισε στη Νέα Υόρκη το 1975 για να παρακολουθήσει μαθήματα στο The Davis Center for Performing Arts στο City College. Κατά την παρουσία του εκεί άρχισε να συνεργάζεται με τους Albert Dailey, Monty Waters, Joe Lee Wilson, Sheila Jordan και το 1977 έπαιξε με τον Sonny Rollins στο Μιλγουόκι. Το 1978 εντάχθηκε στο κουιντέτο του Dave Liebman και έκανε την πρώτη του ευρωπαϊκή περιοδεία με τον John Scofield. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 συνέχισε τη συνεργασία του με τον John Scofield, και σχημάτισαν ένα περίφημο τρίο μαζί με τον Steve Swallow. Το 1983 έγινε μέλος της Gil Evans Orchestra ενώ έπαιξε επίσης και με τον Stan Getz. Αργότερα συνεργάστηκε με τους Eliane Elias/Randy Brecker Quartet, Gary Burton και Toots Thielemans. Το 1987 άρχισε να περιοδεύει με το Michael Brecker Quintet. Το 1988 ηχογράφησαν το βραβευμένο με Grammy “Don’t Try This At Home”. Στη διάρκεια του 1992 συμμετείχε στην Carla Bley Big Band και την ίδια χρονιά ο John Abercrombie τον προσέλαβε για να ολοκληρώσει το organ trio του με τον Dan Wall.
Έκτοτε παραμένει ενεργός συμμετέχοντας σε πολλά groups. Ανάμεσα σε αυτά, το πρόσφατα σχηματισμένο κουαρτέτο ‘B A N N’ μαζί με τους Seamus Blake, Jay Anderson & Oz Noy, το κουαρτέτο ‘NUTTREE’ με τους Abercrombie, Jerry Bergonzi & Gary Versace, (με το group αυτό κυκλοφόρησε ένα νέο CD στην εταιρεία Kind of Blue ), το ‘We Three’ με τους Dave Liebman & Steve Swallow, το Eliane Elias Trio, το The James Moody Quartet, ενώ ταυτόχρονα παραμένει πολύ δραστήριος ακολουθώντας ένα γεμάτο πρόγραμμα προσωπικών εμφανίσεων. Ο Adam έχει διδάξει ως καθηγητής στο New York University, στο New School και στο State University of New York at Purchase. Επίσης διδάσκει σε διάφορα εργαστηριακά και εξειδικευμένα τμήματα σε ολόκληρο τον κόσμο.
______________________________________
All Music Guide’s Biography: Adam Nussbaum
Ένας πολυσύνθετος ντράμερ που γενικά παίζει σε προχωρημένα σχήματα, ο Adam Nussbaum θεωρείται ένα μεγάλο κεφάλαιο στη σύγχρονη μουσική, ανεξάρτητα από του πού εμφανίζεται , και ένας από τους κορυφαίους ντράμερ της jazz της δεκαετίας του ’90. Αν και ξεκίνησε παίζοντας πιάνο, μπάσο και alto , τελικά κατέληξε στα ντραμς.
Ο Nussbaum σπούδασε στο Davis Center και στο City College of New York, και μέχρι το 1978 είχε ήδη κάνει μεγάλη εντύπωση στον κόσμο της jazz, παίζοντας τακτικά με τους Dave Liebman και John Scofield (1978-83). Άλλες σημαντικές συνεργασίες του όλα αυτά τα χρόνια περιλαμβάνουν ονόματα όπως Stan Getz (1982-83), Gil Evans, the George Gruntz Concert Jazz Band, Gary Burton, Steve Swallow, Michael Brecker, Don Grolnick, James Moody, Sonny Rollins, Art Pepper, Joe Henderson, John Abercrombie, Sheila Jordan, Kenny Wheeler, Lee Konitz, NHØP and Charles Lloyd, ανάμεσα σε αμέτρητα άλλα.
1.Αν και θεωρείται ένας Τεξανός μπλουζίστας, ο Johnny Nicholas στην πραγματικότητα αρχικά έκανε την εμφάνισή του και έδειξε τις δυνατότητές του σε όλη την περιοχή των Midwest, στη μπλουζ σκηνή του Providence, του Detroit και του Chicago τη δεκαετία του ’60. Ήταν αρχηγός των Ann Arbor’s Boogie Brothers στις αρχές του ’70, την εποχή που αυτό το στυλ μουσικής ήταν πιο δημοφιλές από ποτέ σ’αυτήν τη μουσόφιλη ‘κολλεγιούπολη’. Ύστερα, ακολούθησε η μετακίνησή του στο Τέξας, μια πολιτεία γνωστή για πολλά είδη παραδοσιακής μουσικής, όπως και για το μπλουζ. Αμέσως μπήκε στα βαθιά, παίζοντας μουσική Cajun με τον Link Davis και Western swing με την μπάντα από το Austin που κέρδισε Grammy, Asleep at the Wheel. Την επόμενη δεκαετία, αποσύρθηκε για λίγο από τη μουσική βιομηχανία, για να κάνει οικογένεια. Άνοιξε μαζί με τη γυναίκα του ένα εστιατόριο που πήγε αρκετά καλά, και έτσι έμεινε μακριά από τα μπλουζ μέχρι τις αρχές του ’90. Ξαναβγήκε στο προσκήνιο σιγά-σιγά, ξανααγγίζοντας τις χορδές σε μέρη κοντά στο σπίτι του και σε τοπικά φεστιβάλ. Ο Nicholas σχημάτισε ένα γκρουπ με κάποιους από τους αγαπημένους του μουσικούς από το San Antonio και το Austin. Το 1994, κυκλοφόρησε το Thrill on the Hill με την εταιρεία Antone, και στη συνέχεια το Rockin’ My Blues to Sleep: Texas/Louisiana Blues and Dance Hall Favorites on Hilltop.
(Eugene Chadbourne, All Music Guide).
2.Από τα μέσα του ’60 ο Johnny Nicholas παίζει μπλουζ και από τις δυο ακτές της Αμερικής καθώς και από περιοχές ενδιάμεσα. Όλο αυτόν τον καιρό είχε την τύχη να μαθητεύσει κοντά σε μερικά από τα πιο σεβαστά ονόματα της μουσικής. Έπειτα, έκανε ένα δεκαετές διάλειμμα, για να κάνει την οικογένειά του και να δημιουργήσει το μαγαζί του, το Hill Top Café, στο Central Texas Hill Country. Με την έκδοση του καλοκαιριού του 2000, Rockin’ My Blues to Sleep: Texas/Louisiana Blues and Dance Hall Favorites on Hilltop, o Nicholas και η μπάντα του Texas All-Stars έκαναν αισθητή την παρουσία τους στη μουσική σκηνή της περιοχής που θεωρεί πατρίδα του εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες. Από τον θρυλικό τενόρο σαξοφωνίστα Rocky Morales ως το στιβαρό ρυθμό του μπασίστα Jack Barber και του ντράμερ Ernie Durawa, στο άλμπουμ παρουσιάζονται μερικοί από τους καλύτερους μουσικούς της περιοχής Austin-San Antonio, που υποστηρίζουν τον Nicholas στα φωνητικά και στη lead κιθάρα. Το αισθησιακό στυλ του άλμπουμ, το γεμάτο πάθος παίξιμο της μπάντας και τα σόλο σαν πυροτεχνήματα δεν αφήνουν αμφιβολία ότι ο Nicholas επέστρεψε για να μείνει.
3.Γεννημένος το 1948, ο Nicholas μεγάλωσε στο Rhode Island, όπου ένας μεγαλύτερος αδελφός του τον μύησε στην Αφρο-Αμερικάνικη blues και rhythm and blues. Η πρώτη του μπάντα (The Vikings, 1963-4) κάλυπτε τα r&b χιτ της εποχής και λίγα πράγματα από τους Rolling Stones, αλλά αφήνοντας στην άκρη τους Beatles και τα άλλα Merseybeat γκρουπ που άρχιζαν τότε να κυριαρχούν στην Αμερικάνικη ποπ μουσική. « Τουλάχιστον οι Stones ήταν βρώμικοι», θυμάται ο Nicholas, «αλλά είχα ήδη όλους τους δίσκους από τους οποίους εκείνοι είχαν κλέψει. Πήγαινα στο Robert’s Record Store στην Canal Street στο New London, στο Connecticut, όπου περνούσαν την ώρα τους πολλοί ναυτικοί ψάχνοντας για δίσκους από κάτι τύπους με περίεργα ονόματα: Howlin’Wolf, Sonny Boy Williamson, Muddy Waters.”
Εμπνεύστηκε να παίξει ακουστική κιθάρα αφού ανακάλυψε την περίφημη επανέκδοση του Robert Johnson King of the Delta Blues Singers.
Το 1966, πήγε στη Νέα Υόρκη για ένα βράδυ, για να δει μία παράσταση του Howlin’ Wolf και κατέληξε να περάσει τις επόμενες δύο βδομάδες τριγυρνώντας με τη μπάντα του Wolf . Όταν γύρισε στο Rhode Island, ενθουσιασμένος μετά την εμπειρία αυτή, σχημάτισε τους Black Cat Blues Band μαζί με, ανάμεσα σε άλλους, τον Duke Robillard (που αργότερα έγινε μέλος των Roomful of Blues), τον Fran Christina (που συνέχισε με τους Roomful και έπειτα με τους Fabulous Thunderbirds) και το Steve Nardella. Μέχρι το 1970, ο Nicholas και ο Nardella δούλευαν μαζί ως Τhe Boogie Brothers. Αφού παρέστησαν στο Blues Festival του Ann Arbor εκείνη τη χρονιά, έκαναν έδρα τους αυτή την κολλεγιούπολη του Michigan μέχρι το 1972, όταν δέχτηκαν μια πρόσκληση για το San Francisco Bay Area από τους Commander Cody and His Lost Planet Airmen.
Αλλά ύστερα από έξι μήνες εκεί, ο Johnny μετακινήθηκε στο κέντρο του μπλουζ στο Σικάγο, όπου έπαιζε με τον Big Walter Horton για μερικά χρόνια. Εκτός από τις ηχογραφήσεις του με τον Walter , τους Boogie Woogie Red και τον Robert Jr. Lockwood, κυκλοφόρησε και το προσωπικό του Too Many Bad Habits για την εταιρεία Blind Pig Records το 1974. Ξαναγύρισε στην ανατολή, στο Providence, όπου σχημάτισε τους Rhythm Rockers, με τον Kaz Kazanoff στο σαξόφωνο, τον Terry Bingham στα ντραμς, τη Sarah Brown στο μπάσο και τον Ronnie Earle στην κιθάρα. Αυτό το γκρουπ ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές στην Ευρώπη, όπου ένα παράνομο CD από τα demo τους έχει σταθερά υψηλές πωλήσεις από τις αρχές του ’90. Το 1978, o Νicholas μετακόμισε στο Austin, για να ενωθεί με τους παλιούς φίλους του από το Bay Area, τους Asleep at the Wheel. Όταν αυτοί οι αναβιωτές του Western swing δε δούλευαν, ο Johnny πήγαινε στη Louisiana και έπαιζε με τον μεγάλο μουσικό της Cajun Nathan Abshire. Αφού άφησε τους Wheel, ηγήθηκε της μπάντας Johnny Nicholas and the Ethnic Lovers.
Αλλά το 1981, ο Nicholas απογοητεύθηκε από τη μπλουζ σκηνή. « Η όλη υπόθεση εκφυλίστηκε τόσο, ώστε έγινε παρωδία των μπλουζ», λέει. Και έτσι μαζί με τη νέα σύζυγό του Brenda Schlaudt αποσύρθηκε στο Hill Country. Αγόρασαν ένα εγκαταλελειμμένο βενζινάδικο στη Mason Highway, βόρεια του Fredericksburg και το μετέτρεψαν στο Hill Top Café, όπου σέρβιραν ελληνικά, Cajun και φαγητά από το Texas. Το εστιατόριό τους έχει εξελιχθεί σε ένα από τα πιο φινετσάτα και δημοφιλή εστιατόρια του Hill Country. Και μεγάλωσαν τρεις γιους: το Rio( που τώρα είναι 19), το Willie (17) και τον Alex (15). Αν και σταμάτησε να παίζει εντελώς για κάποιο διάστημα, ο Nicholas άρχισε να διασκεδάζει το κοινό παίζοντας σόλο πιάνο στο Hill Top, όποτε είχε διάθεση.
Το 1991, ο Johnny εμφανίστηκε ξανά δημοσίως, κάνοντας την παραγωγή και παίζοντας κιθάρα στο Back to the Country, με τον Johnny Shines(ακόμα έναν από τους μέντορές του) και τον Snooky Pryor, και συνοδεύοντάς τους για δύο βδομάδες σε περιοδεία στην Ευρώπη. Ακολούθησε το προσωπικό του Thrill on the Hill το 1994. Από τότε επιστρέφει στην Ευρώπη, όπου η δημοφιλία του δε μειώθηκε ποτέ, κάθε δυο χρόνια, ενώ κάνει επιλεγμένες εμφανίσεις στο Texas και σε φεστιβάλ μπλουζ στην υπόλοιπη χώρα. Μαζί με τους Texas All-Stars παίζουν περίπου 100 βραδιές το χρόνο, προσφέροντας την roots blues μουσική της περιοχής που παρουσίασαν και στο CD τους (που πρόσφατα επιλέχθηκε και για εθνική διανομή σε ολόκληρη την Αμερική). « Είναι κανονική, αυθεντική μουσική που έχει ωραίο ρυθμό. Είναι μουσική για την εργατική τάξη, αλλά μπορεί να την εκτιμήσει ο καθένας», καταλήγει. «Υπάρχει η φράση dance hall (αίθουσα χορού) στον τίτλο, και στην πραγματικότητα περί αυτού πρόκειται».